(Γεώργιος Λ. Οικονόμου)
Σε προηγούμενο άρθρο, είχαμε δημοσιεύσει τα Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην Αράχωβα και εξυμνούν κάποιο ιστορικό γεγονός ή κάποια ξεχωριστή ιδιότητα της φημισμένης μας περιοχής......
Η Αράχωβα όμως έχει το προνόμιο να βρίσκεται στις πλαγιές, ενός από τα πιο ξακουστά βουνά, του Παρνασσού, που άλλοτε ως κατοικία των Μουσών και άλλοτε ως ορμητήριο των Κλεφτοαρματολών, τραγουδήθηκε, όσο λίγα βουνά της πατρίδας μας.
Το κύριο είδος των Δημοτικών τραγουδιών που αναφέρονται στον Παρνασσό αλλά και στη Λιάκουρα, την ψηλότερη κορφή του (2457μ), είναι τα Κλέφτικα, με αναφορά στη δράση Κλεφτοαρματολών την περίοδο της Επανάστασης.
Συνήθως στα παλαιά Δημοτικά τραγούδια, ταυτίζεται η Λιάκουρα με τον Παρνασσό και δε γίνεται γνωστό αν με τη Λιάκουρα, αναφέρεται ο Παρνασσός στο σύνολό του ή μόνο η ψηλότερη κορυφή του.
Έτσι ο θρύλος και η ιστορία της Ρούμελης ανακλώνται στο στενόμακρο καραούλι των ουρανών της Λιάκουρας, όπου οι φυσιολάτρες χαίρονται την ασύγκριτη ομορφιά του Δωρικού τοπίου, καθώς και τον ήλιο να ξεπροβάλλει μέσα απ΄ τη θάλασσα ως τεράστιος φωτεινός δίσκος.
Φυσικά υπάρχουν και αρκετά νεότερα τραγούδια που υμνούν τις φυσικές ομορφιές του Παρνασσού, και τα κατατάσσουμε στην κατηγορία: Διάφορα Δημοτικά τραγούδια.
Α. Κλέφτικα τραγούδια
1) Του Ανδρίτζου
Παραθέτουμε το πρώτο πασίγνωστο Κλέφτικο τραγούδι «Του Ανδρίτζου».
Ο Νικόλαος Πολίτης το χρονολογεί στα 1792 και το τραγούδι αναφέρεται στην κάθοδο του ξακουστού Λοκρού καπετάνιου Αντρέα Βερούση, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, απ΄ τα ορεινά λημέρια του Παρνασσού, στις κορφές της Λιάκουρας και στα στρατόπεδα του κάμπου, για να συμπολεμήσει με το Λάμπρο Κατσώνη, απ΄τη Λιβαδειά, τους Τούρκους
«O ονομαστός πολέμαρχος της Στερεάς Ελλάδος, ο Λοκρός Ανδρίτζος, ο πατήρ του Οδυσσέως, καταλιπών τα ορεινά σκηνώματα αυτού, συνεπολέμει μετά του Λάμπρου Κατσώνη, μέχρι της παρά το Ταίναρον ήττης (1792), ότε χωρισθείς αυτού διέσχισεν, ηγούμενος 500 ανδρών, κατά μήκος την Πελοπόννησον, και επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια πολεμών προς τους διώκοντας αυτόν εξακισχιλίους Τούρκους, κατώρθωσε να διαπεραιωθή εις Πρέβεζαν, φονεύσας υπέρ τους 1500 εχθρούς, αυτός δ' απολέσας το πέμπτον περίπου των υπ' αυτόν πολεμιστών».
Κανείς άλλος κλέφτης δε δοξάστηκε και δεν τραγουδήθηκε τόσο, όπως ο Ανδρίτσος!
Ο Νικόλαος Πολίτης το χρονολογεί στα 1792 και το τραγούδι αναφέρεται στην κάθοδο του ξακουστού Λοκρού καπετάνιου Αντρέα Βερούση, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, απ΄ τα ορεινά λημέρια του Παρνασσού, στις κορφές της Λιάκουρας και στα στρατόπεδα του κάμπου, για να συμπολεμήσει με το Λάμπρο Κατσώνη, απ΄τη Λιβαδειά, τους Τούρκους
«O ονομαστός πολέμαρχος της Στερεάς Ελλάδος, ο Λοκρός Ανδρίτζος, ο πατήρ του Οδυσσέως, καταλιπών τα ορεινά σκηνώματα αυτού, συνεπολέμει μετά του Λάμπρου Κατσώνη, μέχρι της παρά το Ταίναρον ήττης (1792), ότε χωρισθείς αυτού διέσχισεν, ηγούμενος 500 ανδρών, κατά μήκος την Πελοπόννησον, και επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια πολεμών προς τους διώκοντας αυτόν εξακισχιλίους Τούρκους, κατώρθωσε να διαπεραιωθή εις Πρέβεζαν, φονεύσας υπέρ τους 1500 εχθρούς, αυτός δ' απολέσας το πέμπτον περίπου των υπ' αυτόν πολεμιστών».
Κανείς άλλος κλέφτης δε δοξάστηκε και δεν τραγουδήθηκε τόσο, όπως ο Ανδρίτσος!
«Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
-η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
-η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας.
"Βουνίμ', που σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ναι, τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρήνουν 'ς το σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, μωρέ βουνί, τι να σου πω, βουνάκι,
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
πού να ναι, τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρήνουν 'ς το σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, μωρέ βουνί, τι να σου πω, βουνάκι,
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν 'ς το σημάδι,
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια."
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, τηράει κατά τη Σκάλα.
"Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώ μου τη λεβεντιά μου,
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω».
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια."
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, τηράει κατά τη Σκάλα.
"Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώ μου τη λεβεντιά μου,
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω».
Το παραπάνω τραγούδι το έχουμε βρει και ως εξής:
Η Γκιόνα και η Λιάκουρα
«Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν
δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιόνα λέει της Λιάκουρας , κι η Λιάκουρα της Γκιόνας:
δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιόνα λέει της Λιάκουρας , κι η Λιάκουρα της Γκιόνας:
-Βουνό μου, πού ΄σαι πιο ψηλά και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ΄ναι, τι να γίνονται, οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι;
Ποιούς κάμπους να στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, βρε Λιάκουρα, τι να σου πω, βουνό μου,
την κλεφτουριά την χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
πού να ΄ναι, τι να γίνονται, οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι;
Ποιούς κάμπους να στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
-Τι να σου πω, βρε Λιάκουρα, τι να σου πω, βουνό μου,
την κλεφτουριά την χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
Η Λιάκουρα σαν τα’ άκουσε, πολύ τής κακοφάνη.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, τηράει κατά τον κάμπο.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, τηράει κατά τον κάμπο.
-Βρε κάμπε, αρρωστιάρικε, βρε κάμπε, μαραζιάρη,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώσ’ μου τη λεβεντιά μου,
μη λιώσω όλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω!»
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δώσ’ μου τη λεβεντιά μου,
μη λιώσω όλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω!»
Ακαδημίας Α’, σ. 195 (Εβδομάς, ετ.6 αριθ. 30, σ. 3)
Το ίδιο παράπονο εκφράζει και το επόμενο τραγούδι:
«Τ’ έχεις καημένη Λιάκουρα και βαριαναστενάζεις;
Να μη σε μάλωσε κανείς, να μη σε παραπήρε;
-Ουδέ κανείς με μάλωσε, ουδέ με παραπήρε,
Η κλεφτουριά μ’ αρνήθηκε κι’ η δόλια η συντροφιά μου
Πούχα το βράδυ συντροφιά και την αυγή κουβέντα.
Χορτάριασαν οι βρύσες μου, κλείσαν τα μονοπάτια
Και τα γιατάκια των κλεφτών βαριά αναστενάζουν…»
Να μη σε μάλωσε κανείς, να μη σε παραπήρε;
-Ουδέ κανείς με μάλωσε, ουδέ με παραπήρε,
Η κλεφτουριά μ’ αρνήθηκε κι’ η δόλια η συντροφιά μου
Πούχα το βράδυ συντροφιά και την αυγή κουβέντα.
Χορτάριασαν οι βρύσες μου, κλείσαν τα μονοπάτια
Και τα γιατάκια των κλεφτών βαριά αναστενάζουν…»
Στη συλλογή «Ρωμαίικα τραγούδια» του Passow Arl., υπάρχουν πολλές παραλλαγές που αναφέρουν τη Λιάκουρα σαν το απάτητο κρησφύγετο των Ανδρουτσαίων (μεταξύ του 1770-1790).
Στην πρώτη (αρ. XXXI):
«Στη Λιάκουρη, στη Λιβαδειά, στη Κιόνα του Σαλώνου
Και στα Βαρδούσια τα ψηλά πώχουν ταις καταβότραις,
Εσώσανε την κλεφτουριά τους μαύρους Ανδρουτσαίους,
Τον Δρόσο τον περήφανο, το Γιώργο Μωραϊτη
Το Γιάν’ από τους Ξυλικούς και τον Βλαχοθανάση,
Πούταν μπαϊράκι στα βουνά και φλάμπουρο στους κάμπους,
Κι ανάμεσ’ απ΄ τον ταϊφά πανώρια κυπαρίσσια..............».
Και στα Βαρδούσια τα ψηλά πώχουν ταις καταβότραις,
Εσώσανε την κλεφτουριά τους μαύρους Ανδρουτσαίους,
Τον Δρόσο τον περήφανο, το Γιώργο Μωραϊτη
Το Γιάν’ από τους Ξυλικούς και τον Βλαχοθανάση,
Πούταν μπαϊράκι στα βουνά και φλάμπουρο στους κάμπους,
Κι ανάμεσ’ απ΄ τον ταϊφά πανώρια κυπαρίσσια..............».
Στη δεύτερη (XXXII) 1770-1790:
" Ποιός τούπε και ποιός τ' άκουσε εδώ στον ξένο τόπο.
Πού να μαλώσουν τα βουνά, να κλαίνε τα καϋμένα.
Κ' η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κ' η Κιόνα των Σαλώνων.
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά λένε της Καταβόθρα.
5 Μωρέ βουνί, κακό βουνί, πουτάνα Καταβόθρα
που έσωσες την κλεφτουριά, τους μαύρους Ανδρουτσαίους.
Τον Γιαν' από τους Ξυλικούς, τον Γιώργο Μωραϊτη,
Τον Δρόσο τον περήφανο με τοιν Βλαχοθανάση,
Πούταν μπαράκι στα βουνά, και φλάμπορο στους κάμπους.
10 Σιγούρεψαν τα βουνά,σιγούρεψαν κ' οι κάμποι
Σιγούρεψε κ' η Λειβαδιά με τ' άμορφα κορίτσια".
Πού να μαλώσουν τα βουνά, να κλαίνε τα καϋμένα.
Κ' η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κ' η Κιόνα των Σαλώνων.
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά λένε της Καταβόθρα.
5 Μωρέ βουνί, κακό βουνί, πουτάνα Καταβόθρα
που έσωσες την κλεφτουριά, τους μαύρους Ανδρουτσαίους.
Τον Γιαν' από τους Ξυλικούς, τον Γιώργο Μωραϊτη,
Τον Δρόσο τον περήφανο με τοιν Βλαχοθανάση,
Πούταν μπαράκι στα βουνά, και φλάμπορο στους κάμπους.
10 Σιγούρεψαν τα βουνά,σιγούρεψαν κ' οι κάμποι
Σιγούρεψε κ' η Λειβαδιά με τ' άμορφα κορίτσια".
Στην επόμενη (ΧΧΧV), 1786:
«Τίνος μανούλα θλίβεται; τίνος μανούλα κλαίει;
T’ Ανδρούτσ’ η μάνα θλίβεται, τα’ Ανδρούτσ’ η μάνα κλαίει.
Με τα βουνά της Έγριπος και σεις βουνά της Κιόνας
Και σεις βουνά της Λιάκουρας οπούστε λυπημένα
Και σεις κορίτσια του Δαδιού να λεροφορηθήτε
Ανδρούτσος αποκλείστηκε στο μέγα μοναστήρι.
Δώδεκα μέραις πολεμά, δώδεκα μερονύχτια.
Φέρνουν τόπι απ΄την Έγριπο, κανόνι απ΄την Αθήνα.
10 Να ρίξουν να χαλάσουνε το μέγα μοναστήρι
Κι Ανδρούτσος έτρωγ΄ έπινε και στρίφτει το μουστάκι.
Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένο
Και τον Τσαούση τούκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει
Τσαούση μοίρασ' το ψωμί και φτάσε το φαϊμας
15 Γιουρούσι θε να κάμωμε για να εβγούμε όξω.
Και βρίσκει φίδι δυνατό και χάλασε το κάστρο.
Κ' επάτησαν κ' εχούιξαν, βάνουν μπροστά τους Τούρκους.
Πιάνουν πασάδες ζωντανούς, μπέιδες σκοτωμένους.
Κι Ανδρούτσος εχουχούτισε με το σπαθί στο χέρι
20 'Εδών Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος.
Μένα με ξερ' ο βασιλιάς, με ξερ' ο κόσμος ούλος.
Με ξέρουν και τα Τρίκερα που τάχω γω καυμένα»
T’ Ανδρούτσ’ η μάνα θλίβεται, τα’ Ανδρούτσ’ η μάνα κλαίει.
Με τα βουνά της Έγριπος και σεις βουνά της Κιόνας
Και σεις βουνά της Λιάκουρας οπούστε λυπημένα
Και σεις κορίτσια του Δαδιού να λεροφορηθήτε
Ανδρούτσος αποκλείστηκε στο μέγα μοναστήρι.
Δώδεκα μέραις πολεμά, δώδεκα μερονύχτια.
Φέρνουν τόπι απ΄την Έγριπο, κανόνι απ΄την Αθήνα.
10 Να ρίξουν να χαλάσουνε το μέγα μοναστήρι
Κι Ανδρούτσος έτρωγ΄ έπινε και στρίφτει το μουστάκι.
Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένο
Και τον Τσαούση τούκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει
Τσαούση μοίρασ' το ψωμί και φτάσε το φαϊμας
15 Γιουρούσι θε να κάμωμε για να εβγούμε όξω.
Και βρίσκει φίδι δυνατό και χάλασε το κάστρο.
Κ' επάτησαν κ' εχούιξαν, βάνουν μπροστά τους Τούρκους.
Πιάνουν πασάδες ζωντανούς, μπέιδες σκοτωμένους.
Κι Ανδρούτσος εχουχούτισε με το σπαθί στο χέρι
20 'Εδών Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος.
Μένα με ξερ' ο βασιλιάς, με ξερ' ο κόσμος ούλος.
Με ξέρουν και τα Τρίκερα που τάχω γω καυμένα»
Στο μακροσκελές ποίημα αρ. XLVI, περιγράφεται όλη η ζωή του Ανδρίτσου από το λημέρι στο βουνό μέχρι το κατέβασμα στα καράβια του Κατσώνη και τον τραγικό του θάνατο στην Πόλη, η Λιάκουρα αναφέρεται δύο φορές, ως το κατεξοχήν λημέρι του ήρωα:
……………………………………………………………………
9 «Κι ο Ανδρούτσος εξεχείμασε στου Τσαρλαμπά* τα σπίτια
-Παιδιά, μας πήρ’ η άνοιξη, μας πήρε καλοκαίρι
Να βγούμε πάνω στα βουνά, στου Λιάκουρα τη ράχη.
Να γράψω μια πικρή γραφή, κι ένα κομμάτι γράμμα.
Να στείλω μεσ΄ τη Λιβαδειά, να στείλω μεσ΄τη Θήβα.
Γρήγορα το μουρασελέ, να γίνω καπετάνιος,
να παραστέκ' αρματολός, σ΄ ούλα τα βιλαέτια.
……………………………………………………………………
46 Ανδρούτσο μ΄ για δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να βγής ψηλά στην Λιάκουρα στα κορφοβούνια
Να στείλης τα μπουλούκια σου σ’ ούλα τα βιλαέτια
Μ' ούδ' είναι μ' ουδέ φαίνεται, μούδε χαρτί τους στέλνει.
Κύριε μου, τι να γίνηκε ο καπετάν Ανδρούτσος
ούλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντέχει».
*Τσαρλαμπάς = φίλος του Ανδρούτσου στην Πρέβεζα.
Στο βιβλίο της Μέλπως Ο Μερλιέ «Τραγούδια της Ρούμελης», 1931 σελ. 8, βρίσκουμε μια άλλη παραλλαγή για τους Ανδρουτσαίους (Σ’ αυτό το τραγούδι γίνεται αναφορά και για τον κλέφτη Δρόσο):
« Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο,
Να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κ’ η Γκιώνα των Σαλώνων
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά κ’ η παλιό- Καταβόθρα.
Που σώσατε την κλεφτουριά, τους δόλιους Ανδρουτσαίους,
Τον Δρόσο τον περήφανο τον πολυξακουσμένο
πόχει τις πέντε αδερφές, τις πολυξακουσμένες.
Η μια τον κλαίει την αυγή κι άλλη το μεσημέρι
κοντά το γλυκοχάραμα, τον κλαιν, κι οι πέντε αντάμα».
Να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κ’ η Γκιώνα των Σαλώνων
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά κ’ η παλιό- Καταβόθρα.
Που σώσατε την κλεφτουριά, τους δόλιους Ανδρουτσαίους,
Τον Δρόσο τον περήφανο τον πολυξακουσμένο
πόχει τις πέντε αδερφές, τις πολυξακουσμένες.
Η μια τον κλαίει την αυγή κι άλλη το μεσημέρι
κοντά το γλυκοχάραμα, τον κλαιν, κι οι πέντε αντάμα».
Από την προφορική παράδοση, βρήκαμε και άλλες παραλλαγές που αναφέρονται
στην περίοδο 1770-1790, για το «μάλωμα» των Ρουμελιώτικων βουνών, επίσης χρησιμοποιούνται και σε άλλα κυρίως Ανδρουτσαίικα τραγούδια με παραλλαγές διάφορες.
στην περίοδο 1770-1790, για το «μάλωμα» των Ρουμελιώτικων βουνών, επίσης χρησιμοποιούνται και σε άλλα κυρίως Ανδρουτσαίικα τραγούδια με παραλλαγές διάφορες.
Εδώ χρησιμοποιείται ως «το μάλωμα» των περίφημων βουνών της Ρούμελης. Σήμερα Λιάκουρα λέγεται μόνο η πιο ψηλή κορυφή του Παρνασσού (υψόμετρο 2.457 μ.).
Όμως, σε παλαιά δημοτικά τραγούδια ονομάζεται Λιάκουρα και, σπάνια Λιάκουρη, ολόκληρος ο Παρνασσός, χωρίς να λείπουν και τα τραγούδια που αναφέρουν την ονομασία Λιάκουρα και Λιάκουρας αδιασαφήνιστα για το βουνό στο σύνολό του, ή την κορυφή του.
Στη Ρούμελη χρωστιόταν το πρωτοφανέρωμα της κλεφτουριάς. Ήταν το ανάγλυφο των απόκρημνων βουνών της Γκιώνας, της Λιάκουρας (Παρνασσός), της Παλιοβούνας (Ελικώνας), των Βαρδουσίων (Κόρακας), της Καταβόθρας (Οίτη), του Βελουχιού (Τυμφρηστός),της Γκούρας (Όρθρυς), που αποτελούσε πόθο του κάθε κλέφτη να λημεριάσει στα θεόψηλα, απάτητα βουνά της Ρούμελης. Άρα επόμενο ήταν να «μαλώνουν» τα βουνά μεταξύ τους.
Όμως, σε παλαιά δημοτικά τραγούδια ονομάζεται Λιάκουρα και, σπάνια Λιάκουρη, ολόκληρος ο Παρνασσός, χωρίς να λείπουν και τα τραγούδια που αναφέρουν την ονομασία Λιάκουρα και Λιάκουρας αδιασαφήνιστα για το βουνό στο σύνολό του, ή την κορυφή του.
Στη Ρούμελη χρωστιόταν το πρωτοφανέρωμα της κλεφτουριάς. Ήταν το ανάγλυφο των απόκρημνων βουνών της Γκιώνας, της Λιάκουρας (Παρνασσός), της Παλιοβούνας (Ελικώνας), των Βαρδουσίων (Κόρακας), της Καταβόθρας (Οίτη), του Βελουχιού (Τυμφρηστός),της Γκούρας (Όρθρυς), που αποτελούσε πόθο του κάθε κλέφτη να λημεριάσει στα θεόψηλα, απάτητα βουνά της Ρούμελης. Άρα επόμενο ήταν να «μαλώνουν» τα βουνά μεταξύ τους.
Η πρώτη παραλλαγή προφορική που βρήκαμε:
«Ποιός είδε τέτιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο,
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες!
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κι η Γκιώνα του Σαλώνου,
και τα Βαρδούσια τα ψηλά κι οι παλιο-Καταβόθρες,
που σώσανε την κλεφτουριά και τους καπεταναίους,
το Δρόσο τον περήφανο, το Φλώρι το λεβέντη,
το Γιάννη από τους Ξυλικούς που είχε πέντε αδερφάδες.
Η μια τον κλαίει το πρωί κι οι δυο το μεσημέρι,
κι απάν’ στο γέρμα του ηλιού τον κλαιν ούλες αντάμα,
στα παραθύρια κάθονται τους κάμπους αγναντεύουν».
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες!
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κι η Γκιώνα του Σαλώνου,
και τα Βαρδούσια τα ψηλά κι οι παλιο-Καταβόθρες,
που σώσανε την κλεφτουριά και τους καπεταναίους,
το Δρόσο τον περήφανο, το Φλώρι το λεβέντη,
το Γιάννη από τους Ξυλικούς που είχε πέντε αδερφάδες.
Η μια τον κλαίει το πρωί κι οι δυο το μεσημέρι,
κι απάν’ στο γέρμα του ηλιού τον κλαιν ούλες αντάμα,
στα παραθύρια κάθονται τους κάμπους αγναντεύουν».
Επίσης η κάτωθι παραλλαγή ως εξής :
(Κατακαημένη Αράχωβα Α’ σελ. 26, Αράχωβα 1982).
« Δεν είναι μέγα θαύμασμα, παραξενιά μεγάλη,
Να κρένουν τ’ άγρια βουνά κι αγνάντια να ρωτιούνται
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς, η Γκιώνα του Σαλώνου,
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά πόχουνε τες καταβόθρες
Που γέννησαν την κλεφτουριά και τα καπετανάτα
Τον Δρόσο τον περίφημο κι αυτούς τους Ανδρουτσαίους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας: -Βουνό ψηλό και μέγα
ριξ’ ένα μάτι γύρω σου να ιδής που νάναι οι κλέφτες,
οι κλέφτες κ’ οι αρματωλοί κι αυτοί οι Ανδρουτσαίοι.
Στους κάμπους παίζουν τα σπαθιά και ρίχνουν το λιθάρι…».
Να κρένουν τ’ άγρια βουνά κι αγνάντια να ρωτιούνται
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς, η Γκιώνα του Σαλώνου,
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά πόχουνε τες καταβόθρες
Που γέννησαν την κλεφτουριά και τα καπετανάτα
Τον Δρόσο τον περίφημο κι αυτούς τους Ανδρουτσαίους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας: -Βουνό ψηλό και μέγα
ριξ’ ένα μάτι γύρω σου να ιδής που νάναι οι κλέφτες,
οι κλέφτες κ’ οι αρματωλοί κι αυτοί οι Ανδρουτσαίοι.
Στους κάμπους παίζουν τα σπαθιά και ρίχνουν το λιθάρι…».
Στο κάτωθι τραγούδι γίνεται αναφορά και στο Ζεμενό Αράχωβας.
«Ποιός είδε τέτοιο θάμασμα παπάξινο μιγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες
Άει δρουσούλαμ άι
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κ΄ Γκίωνα του Σαλώνουν
κι τα Βαρδούσα τ΄αψηλά έμορφες καταβόθρες
Αει δροσούλαμ΄άει
Τους κλιέφτες τι τους κάματε αεί μαρή δροσούλαμ΄αει
Στου Ζιμινό τς παένανε κεφάλια να τσου πάρουν».
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες
Άει δρουσούλαμ άι
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κ΄ Γκίωνα του Σαλώνουν
κι τα Βαρδούσα τ΄αψηλά έμορφες καταβόθρες
Αει δροσούλαμ΄άει
Τους κλιέφτες τι τους κάματε αεί μαρή δροσούλαμ΄αει
Στου Ζιμινό τς παένανε κεφάλια να τσου πάρουν».
Εκτός απ΄ τους Ανδρουτσαίους που λημέριαζαν στη Λιάκουρα, ο Παρνασσός στάθηκε απάτητο κάστρο για πολλoύς κλέφτες και καπεταναίους, όπως σημειώνει ο ιστορικός Τάκης Λάππας στο βιβλίο του «Η Αράχωβα του Παρνασσού» σελ. 45. :
«Λημέριασαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που είχαν ιάσει το κλαρί για να εκδικηθούν τον κατακτητή. Κι η Αράχωβα ήταν το χειμαδιό τους. Από’ δω ξεχύνονταν για τις εθνικές τους ‘ κεινες εξορμήσεις.
Ποιος δεν λημέριασε στον Παρνασσό, ποιός δε στάθηκε για ξεχειμώνιασμα στην Αράχωβα. Ο Χρήστος Μηλιώνης απ’ τη Δωρίδα, ο Αστραπόγιαννος απ’ τηην Αγία Θυμιά, ο Κωνσταντάρας απ’ τα Σάλωνα, ο Μήτρος Βλαχοθανάσης απ’ τη Βουνιχώρα, οι Κατσουδαίοι, ο Βλαχαρμάτας Βέργος, με το Λάμπρο Τσεκούρα….
Ο Αλέξης Ρουμάνης γνωστός με το όνομα Καλόγερος απ’ τα Σάλωνα, ο Χρόνης Λευκαδίτης απ’ το Λιδωρίκι, ο Λουκάς Καλιακούδας…»
2) Του Βλαχοθανάση
Ο Μήτρος Βλαχοθανάσης καταγόταν απ΄τη Βουνιχώρα και ήταν ονομαστός αρματωλός. Ο ξακουστός Ανδρίτσος, ο πατέρας του Οδυσσέα, κατά τα νιάτα του ήταν πρωτοπαλλήκαρο αυτού. Στα 1771, όντας υπέργηρος ο Βλαχοθανάσης και περιμένοντας το τέλος της ζωής του, συμμετείχε στην επίθεση που διεξήγαγε ο Ανδρίτσος κατά του Μουχτάρ, του πασά της Ναυπάκτου, κατόπιν προτροπής του Ανδρίτσου,ως πολύτιμος σύμβουλος.
Πριν τη Ναύπακτο, συνεπλάκησαν οι κλέφτες του Ανδρίτσου με το Μουχτάρ, ο οποίος είχε ισχυρές δυνάμεις. Η μάχη διήρκεσε αρκετές ώρες και ο ηρωϊκός Βλαχοθανάσης πληγώθηκε θανάσιμα. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ενώ οι Τούρκοι απέκοψαν τα κεφάλια των Ελλήνων κλεφτών και του Βλαχοθανάση και τα περιέφεραν στη Ναύπακτο για επίδειξη, ώσπου τα παρέδωσαν στον Μπέη των Σαλώνων.
Το Δημοτικό τραγούδι αναφέρεται στα παραπάνω γεγονότα:
«Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
"Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι,
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!»
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:
"Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος;
-Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω,
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες."
"Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι,
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!»
«Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
"Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι' αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."
"Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι' αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος."
Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε».
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε».
3) Του Λάμπρου Τσεκούρα
Ανάμεσα στα 1750-60, στην περιοχή Παρνασσίδας-Δωρίδας, ξεσηκώθηκε η κλεφτουριά της Ρούμελης.
Μεταξύ αυτών τα αδέρφια Λάμπρος και Μήτρος Τσεκούρας απ΄το Γαλαξείδι, ο Βέργος Βλαχαρματάς απ΄ το Μαυρολιθάρι, ο Χρίστος Μηλιόνης απ΄το Λιδωρίκι και άλλοι. Σε όσες συμπλοκές έκαναν με τους Τούρκους, στο Λιδωρίκι και το Μαλανδρίνο, τους συνέτριψαν, μεταξύ αυτών και τον Τσακίρ Μπέη.
Μεταξύ αυτών τα αδέρφια Λάμπρος και Μήτρος Τσεκούρας απ΄το Γαλαξείδι, ο Βέργος Βλαχαρματάς απ΄ το Μαυρολιθάρι, ο Χρίστος Μηλιόνης απ΄το Λιδωρίκι και άλλοι. Σε όσες συμπλοκές έκαναν με τους Τούρκους, στο Λιδωρίκι και το Μαλανδρίνο, τους συνέτριψαν, μεταξύ αυτών και τον Τσακίρ Μπέη.
Στη συνέχεια όμως οι δρόμοι τους χώρισαν. Άλλοι με το Λ. Τσεκούρα και το Βλαχαρμάτα τράβηξαν προς την Άμφισσα, ενώ οι υπόλοιπο με το Χρίστο Μηλιώνη κινήθηκαν προς Αιτωλία.
Στην πορεία τους προς Άμφισσα, συνεπλάκησαν με τους Τουρκαρβανίτες, τους οποίους και συνέτριψαν, ενώ στη διάρκεια της νύχτας, καθώς αναγκάστηκαν να λημεριάσουν στην Αγια- Θυμιά, κάτω απ΄τα θεόχτιστα βράχια, τους επιτέθηκαν ξαφνικά οι Τούρκοι στο σκοτάδι.
Λαβώθηκαν κάμποσοι βαριά, ο Γιάννης Βουνιχωριώτης και ο Βλαχομάτος Βέργος, ενώ σκοτώθηκε ο Καπετάν Αραπόγιωργος απ΄την Αγιά - Θυμιά.
Ο Λάμπρος Τσεκούρας αφού μάζεψε τους λαβωμένους, μεταφέροντας τους στο Γαλαξείδι στη συνέχεια λημέριασε στον Παρνασσό, όπου και επιτίθετο συχνά στους Τούρκους, σφάζοντάς τους.
Όταν είδε ο Μπέης των Σαλώνων ότι το κυνηγητό των Τσεκουραίων δεν απέδιδε, σκέφτηκε ένα δολερό τέχνασμα.
Για να ησυχάσει απ΄τους κλέφτες που λημαίνονταν την περιοχή, κάλεσε τους Τσεκουραίους να πάνε να προσκυνήσουν στα "Σάλωνα", τάζοντάς τους λεφτά κι αξιώματα.
Ο Λάμπρος Τσεκούρας αφού μάζεψε τους λαβωμένους, μεταφέροντας τους στο Γαλαξείδι στη συνέχεια λημέριασε στον Παρνασσό, όπου και επιτίθετο συχνά στους Τούρκους, σφάζοντάς τους.
Όταν είδε ο Μπέης των Σαλώνων ότι το κυνηγητό των Τσεκουραίων δεν απέδιδε, σκέφτηκε ένα δολερό τέχνασμα.
Για να ησυχάσει απ΄τους κλέφτες που λημαίνονταν την περιοχή, κάλεσε τους Τσεκουραίους να πάνε να προσκυνήσουν στα "Σάλωνα", τάζοντάς τους λεφτά κι αξιώματα.
Στην αρχή δεν πείστηκαν, όμως απ΄τα πολλά παρακάλια των Ρωμιών, τα δυο αδέρφια μαζί με τους καπεταναίους τους , κατέβηκαν στα "Σάλωνα", να συζητήσουν με τον Μπέη στο λόγγο, κάπου σε ένα παλιό λιοτρίβι. Ο Λάμπρος Τσεκούρας για ασφάλεια, έβαλε παληκάρια να τον φυλάνε. Πριν προλάβει να δει όμως ότι ο Μπέης δεν ήταν ο αληθινός, μα άλλος ψεύτικος, του επιτέθηκαν οι Τούρκοι αρματωμένοι. Ο Μήτρος Τσεκούρας, πρόλαβε να γλιτώσει καθόσον ήταν πιο πίσω απ΄το λιοτρίβι. Ο Λάμπρος Τσεκούρας με τους τέσσερις συντρόφους του επιτέθηκε στους Τούρκους, λαβώθηκε όμως και πέθανε.
Όπως μας λέει και το όμορφο τραγούδι του, οι κλέφτες τον μετέφεραν, ενώ ξεψυχούσε, στο λημέρι του στον Παρνασσό.
« Ψηλός είναι ο έλατος, ψηλότερη η Γκιώνα
Μα μπρος στη γερο Λιάκουρα γέρνουν και προσκυνάνε.
Ένας μεγάλος σταυραϊτός εκεί ψηλά βιγλίζει
Κρατεί στα νύχια του σπαθί κορώνα στο κεφάλι
Και κει που εξανάγναντευε ψηλά στη Καταβόθρα
Βλέπει κορμί ανθρώπινο αιματοκυλισμένο.
-Ποιος είσαι συ πού πάτησες του Λάμπρου το λημέρι
Αυτός(1) και ‘γω ορίζουμε της Λιάκουρας τα χιόνια
Της Λιάκουρας σταυραετέ, μονάκριβό μου ταίρι…»
Μα μπρος στη γερο Λιάκουρα γέρνουν και προσκυνάνε.
Ένας μεγάλος σταυραϊτός εκεί ψηλά βιγλίζει
Κρατεί στα νύχια του σπαθί κορώνα στο κεφάλι
Και κει που εξανάγναντευε ψηλά στη Καταβόθρα
Βλέπει κορμί ανθρώπινο αιματοκυλισμένο.
-Ποιος είσαι συ πού πάτησες του Λάμπρου το λημέρι
Αυτός(1) και ‘γω ορίζουμε της Λιάκουρας τα χιόνια
Της Λιάκουρας σταυραετέ, μονάκριβό μου ταίρι…»
(1): Εσύ κι εγώ ορίζουμε της Λιάκουρας τα χιόνια (σύμφωνα με άλλη εκδοχή).
Ο τελευταίος στίχος αποτελεί το μοναδικό ύμνο της απόλυτης υπεροχής της Λιάκουρας, ποτέ κανένα ποδάρι δεν πάτησε τα χιόνια της, παρά μονάχα ο σταυραϊτός « ένας μεγάλος σταυραϊτός» κι ο Λάμπρος:
« αυτός και γω ορίζουμε της Λιάκουρας τα χιόνια».
« αυτός και γω ορίζουμε της Λιάκουρας τα χιόνια».
Και συνεχίζει το τραγούδι:
" Πέτα ψηλά κατά βουνά και χαμηλά στους κάμπους,
χαιρέτα μου την κλεφτουριά κι ούλο τ' αρματολίκι.
Το Γιάννη το Βρικόλακα, το Χρίστο το Μηλιώνη.
τον γκαρδιακό μου σύντροφο, το Βλαχαρμάτα Βέργο.
Άνοιξε τις φτερούγες του ο σταυραιτός και πάει.
Επήρε δίπλα τα βουνά, παρανταριά τους κάμπους,
και ήρθε και ξεψύχησε στου Λάμπρου το λημέρι".
χαιρέτα μου την κλεφτουριά κι ούλο τ' αρματολίκι.
Το Γιάννη το Βρικόλακα, το Χρίστο το Μηλιώνη.
τον γκαρδιακό μου σύντροφο, το Βλαχαρμάτα Βέργο.
Άνοιξε τις φτερούγες του ο σταυραιτός και πάει.
Επήρε δίπλα τα βουνά, παρανταριά τους κάμπους,
και ήρθε και ξεψύχησε στου Λάμπρου το λημέρι".
4) Του Καπετάν Ζήδρου
Στα 1700 ανέλαβε πρώτος αρχηγός στο αρματολίκι του Ολύμπου και στη Δυτική Μακεδονία. Αναγνωρίστηκε αρματωλός με Σουλτανικό φιρμάνι. Διένει,ε μικρότερες περιοχές απ΄το αρματολίκι του σε άλλους κλέφτες της περιοχής και σε πρωτοπαλίκαρα του, όπως ο Λάζος, ο Βλαχοθόδωρος και άλλοι.
Στα 1740 οι αρματολοί που μεταπήδησαν στις τάξεις των κλεφτών έκαναν επίθεση στην Κάλλιανη (Αιανή), στα Σέρβια.
Ο καπετάν Ζήδρος, ηγείτο της νικηφόρας αυτής επιχείρησης, που απέφερε 94 φορτώματα ζώων με πλούσια λεία και χρήματα .
Στην επανάσταση των Ορλωφικών οι κλέφτες με επικεφαλής τον καπετάν- Ζήδρο, πολέμησαν τους Τούρκους και κατέφυγαν στο Αιτωλικό, όπου η πολιορκία διήρκησε 3 μήνες , υποφέροντας από πολλές κακουχίες.
Επέστρεψαν όμως στον Όλυμπο και στην ευρύτερη περιοχή, οπότε και αμνηστεύθηκαν με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στα 1774.
Ο καπετάν Ζήδρος έφερε τον τίτλο: " Έξαρχος του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας". Πέθανε στα 1750.
Στην επανάσταση των Ορλωφικών οι κλέφτες με επικεφαλής τον καπετάν- Ζήδρο, πολέμησαν τους Τούρκους και κατέφυγαν στο Αιτωλικό, όπου η πολιορκία διήρκησε 3 μήνες , υποφέροντας από πολλές κακουχίες.
Επέστρεψαν όμως στον Όλυμπο και στην ευρύτερη περιοχή, οπότε και αμνηστεύθηκαν με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στα 1774.
Ο καπετάν Ζήδρος έφερε τον τίτλο: " Έξαρχος του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας". Πέθανε στα 1750.
Στο Θεσσαλικό τραγούδι του ξακουστού κλεφταρματολού του Ολύμπου, καπετάν Ζήδρου στα 1750, που παντρεύει «τόνε γιο του», ακάλεστος προσέρχεται ο καπετάν- Λάπας ο οποίος προσβεβλημένος, αυτοπαρουσιάζεται.
Να σημειωθεί ότι ο καπετάν Λάπας ήταν πρωτοπαλίκαρο του Πάνου Ζήδρου, κλεφταρματωλός του Ολύμπου και καταγόταν απ΄το Λιτόχωρο.
« Ο Ζήδρος κάνει την χαρά, παντρεύει τόνε γιο του.
Κι όλο τον κόσμο τον καλεί και τα καπετανάτα.
Το Λάπα δεν τον κάλεσε γιατείν' αμαχεμμένος.
Και όλοι πιάνουν κάλεσμα κριάρια με κουδούνια,,
5 Κι ο Λάπας πάει ακάλεστος, σα μήλο αραμένο.
Σα μήλο, σα δαμάσκηνο, σα δροσερόσταφύλι.
Κι αυτήνος πάει κάλεσμα εν' ασημένιο 'λάφι.
Στ' ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κι η Ζήδραινα τον καρτερεί μ' εννιά λογιών παιχνίδια.
10 Καλώς τον Λάπα πώρχεται, τον καπετάνιο Λάπα.
Πούναι στους κάμπους φλάμπαρο, στους κλέφταις κυπαρίσσι.
Πούναι και στο βλάχο, ...σερντάρης στα κορίτσια.
... Εγώ δεν ήλθα για φαϊ, δεν ήλθα για τραγούδια,
τη νύφη όπου πήρατε, θα την επάρω πίσω.
15 Την θέλω για του λόγου μου και για τον αδελφό μου.
Να μην το κάμης Λάπα μου, χρυσέ μου καπετάνιο.
Θε να το μάθει ο ντουνιάς, θε να το μάθ' ο κόσμος.
Σήκω νυφούλα μ' κι άλλαξε, σήκω και καβαλλίκα.
Και να σε πάω στο σπίτι μου, να σε πάω στ' αδελφή μου.
20 Άφσε μ' αφέντη μ' άφσε με χρυσέ μου καπετάνιο.
Και μη με πας στην μάνα σου, μήτε στην αδελφή σου.
Έχω λεβέντη αδελφό, λεβέντη παλληκάρι.
Και δεν σε πάω αστεφάνωτη, σε πάω στεφανωμένη.
Εγώ μ’ ο Λάπας ξακουστός, ο Λάπας ξακουσμένος.
Μένα με ξερ’ ο Έλυμπος, με ξέρ’ η Κατερίνη
μ’ ξερ’ η μαύρη Λιάκουρα, που τοχ’ αρματωλίκι».
Κι όλο τον κόσμο τον καλεί και τα καπετανάτα.
Το Λάπα δεν τον κάλεσε γιατείν' αμαχεμμένος.
Και όλοι πιάνουν κάλεσμα κριάρια με κουδούνια,,
5 Κι ο Λάπας πάει ακάλεστος, σα μήλο αραμένο.
Σα μήλο, σα δαμάσκηνο, σα δροσερόσταφύλι.
Κι αυτήνος πάει κάλεσμα εν' ασημένιο 'λάφι.
Στ' ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κι η Ζήδραινα τον καρτερεί μ' εννιά λογιών παιχνίδια.
10 Καλώς τον Λάπα πώρχεται, τον καπετάνιο Λάπα.
Πούναι στους κάμπους φλάμπαρο, στους κλέφταις κυπαρίσσι.
Πούναι και στο βλάχο, ...σερντάρης στα κορίτσια.
... Εγώ δεν ήλθα για φαϊ, δεν ήλθα για τραγούδια,
τη νύφη όπου πήρατε, θα την επάρω πίσω.
15 Την θέλω για του λόγου μου και για τον αδελφό μου.
Να μην το κάμης Λάπα μου, χρυσέ μου καπετάνιο.
Θε να το μάθει ο ντουνιάς, θε να το μάθ' ο κόσμος.
Σήκω νυφούλα μ' κι άλλαξε, σήκω και καβαλλίκα.
Και να σε πάω στο σπίτι μου, να σε πάω στ' αδελφή μου.
20 Άφσε μ' αφέντη μ' άφσε με χρυσέ μου καπετάνιο.
Και μη με πας στην μάνα σου, μήτε στην αδελφή σου.
Έχω λεβέντη αδελφό, λεβέντη παλληκάρι.
Και δεν σε πάω αστεφάνωτη, σε πάω στεφανωμένη.
Εγώ μ’ ο Λάπας ξακουστός, ο Λάπας ξακουσμένος.
Μένα με ξερ’ ο Έλυμπος, με ξέρ’ η Κατερίνη
μ’ ξερ’ η μαύρη Λιάκουρα, που τοχ’ αρματωλίκι».
5) Του Καπετάν Αλέξη
Χαρακτηριστική περίπτωση ιερωμένου ένοπλου αγωνιστή αποτελεί ο Ρουμελιώτης πρωτοκλέφτης Αλέξιος Ρουμένης που ήταν παλιά καλόγερος στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στα Σάλωνα.
Ο Καλόγερος τελικά θα σκοτωθεί για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και η συγκίνηση για το χαμό του, καταγράφεται στο παρακάτω τραγούδι:
«Κλάψτε πουλιά της Λιάκουρας, τον καπετάν Αλέξη
νάθε καούν τα Σάλωνα, του μπέη τα σεράγια
σκοτώσαν τον καλόγερο, τον καπετάν Αλέξη.
Στη Φήβα καν' αρματολός, στη Φήβα κάνει κλέφτης
κι αυτού μέσα στα Σάλωνα, τον κάνουν καπετάνιο.
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα τρέχει.
Και Τούρκους δεν αντάμωνε, Τούρκους δεν ανταμώνει.
Κι ο μπέης τον προβόδισε και τούστειλε το γράμμα.
Νάρθεις μεσ΄' τα σεράγια μου, νάρθεις να ανταμωθούμε.
Σκιάζομαι μπέη, σκιάζομαι,κι απ΄την απιστιά φοβάμαι.
Βάλε το φέσι σου στραβά, κακό μη βάν' ο νους σου.
Δεν ειν' ο μπέης ξακουστός, είναι ο Τσάκη Οβάκη.
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν ακούει.
Βλέπει τις πόρτες κι έκλεισαν και κλείνουν το σαράγι.
Πέφτουν ντουφέκια από μακριά, ντουφέκια από τις πλάτες.
Σκότωσαν τον καλόγερο, τον καπετάν Αλέξη.».
νάθε καούν τα Σάλωνα, του μπέη τα σεράγια
σκοτώσαν τον καλόγερο, τον καπετάν Αλέξη.
Στη Φήβα καν' αρματολός, στη Φήβα κάνει κλέφτης
κι αυτού μέσα στα Σάλωνα, τον κάνουν καπετάνιο.
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα τρέχει.
Και Τούρκους δεν αντάμωνε, Τούρκους δεν ανταμώνει.
Κι ο μπέης τον προβόδισε και τούστειλε το γράμμα.
Νάρθεις μεσ΄' τα σεράγια μου, νάρθεις να ανταμωθούμε.
Σκιάζομαι μπέη, σκιάζομαι,κι απ΄την απιστιά φοβάμαι.
Βάλε το φέσι σου στραβά, κακό μη βάν' ο νους σου.
Δεν ειν' ο μπέης ξακουστός, είναι ο Τσάκη Οβάκη.
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν ακούει.
Βλέπει τις πόρτες κι έκλεισαν και κλείνουν το σαράγι.
Πέφτουν ντουφέκια από μακριά, ντουφέκια από τις πλάτες.
Σκότωσαν τον καλόγερο, τον καπετάν Αλέξη.».
Μεγάλος ήταν ο χαλασμός που ακολούθησε το θάνατο του καπετάν - Αλέξη, καθώς ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στο χώρο των κλεφτών που είχαν τσακίσει την Τουρκιά.
Ο καλόγερος καπετάν- Αλέξης, σκοτώθηκε με μπαμπεσιά στα Σάλωνα «στου Μπέη το σεργάι», ξεψυχώντας δε, έστειλε μήνυμα στον οπλαρχηγό της Φωκίδας Γιάννη Δυοβουνιώτη, να φυλάγεται απ΄τους Τούρκους, μέσω των πουλιών της Λιάκουρας, όπως μας εξιστορεί στο σχετικό τραγούδι:
XL o Passow Arnoldus:
«Εσείς πουλιά της Λιάκουρας κι αηδόνια του Σαλώνου
Και συ πετρίτη γλήγωρε που πας σταις καταβόθραις
Χαιρέτα μου την κλεφτουριά, το Γιάννη Δυοβουνιώτη
Toύρκους να μην πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίτες
Τούρκους να μη πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίταις
5 Γιατί πιστεύτηκα κ' εγώ στο γιο του Μουσταφάγα
και τώρα κείτομαι στη γη , κορμί δίχως κεφάλι,
Δίχως τα παλληκάρια μου και δίχως τ' άρματά μου».
Και συ πετρίτη γλήγωρε που πας σταις καταβόθραις
Χαιρέτα μου την κλεφτουριά, το Γιάννη Δυοβουνιώτη
Toύρκους να μην πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίτες
Τούρκους να μη πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίταις
5 Γιατί πιστεύτηκα κ' εγώ στο γιο του Μουσταφάγα
και τώρα κείτομαι στη γη , κορμί δίχως κεφάλι,
Δίχως τα παλληκάρια μου και δίχως τ' άρματά μου».
6) Του Καπετάν Μήτρου Μιχάλη
Ο καπετάν Μήτρος Μιχάλης κλέφτης στα Κούκουρα και στα Βίλια Αττικής (1770-1790), στον οποίο ο Ανδρούτσος γράφει επιστολή να τον βοηθήσει, καθώς είναι αποκλεισμένος στο Δαδί. Αμέσως ο καπετάν Μήτρος ανταποκρίνεται και βοηθά τον Ανδρούτσο:
«Ο Μιχάλης ξεκίνησε με χίλιους πεντακόσιους,
Και παίρνει ντέβρι τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια
Κ’ επήγε και τον εύρηκε στη Λιάκουρα στη ράχη».
«Ο Μιχάλης ξεκίνησε με χίλιους πεντακόσιους,
Και παίρνει ντέβρι τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια
Κ’ επήγε και τον εύρηκε στη Λιάκουρα στη ράχη».
7) Του Καπετάν Λιακατά Νίκου
Το παρακάτω τραγούδι, απ΄τις πολλές παραλλαγές που υπάρχουν, ανάφερεται στη «θυγατέρα του καπετάνιου της Αρτοτίνας της Δωρίδας, Νίκου Λιακατά, αγαπητική του αρματωλού της Βουνιχώρας Αλικούρη * » (Νικ. Πολίτης, « Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», αρ. 46):
«Παίρνουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κ' η πάχνη δεν τ' αφήνει,
θέλω κ' εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος.
θέλω κ' εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος.
Σαν παίρνης τον κατήφορο, την άκρη το ποτάμι,
με το πλατύ πουκάμισο, με τάσπρο σου ποδάρι,
5 χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια,
να μη φανούνε τα φιλιά, να μη σε καταλάβουν,
και σε ζηλέψουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια.
με το πλατύ πουκάμισο, με τάσπρο σου ποδάρι,
5 χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια,
να μη φανούνε τα φιλιά, να μη σε καταλάβουν,
και σε ζηλέψουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια.
Σύρε να ειπής της μάννας σου, να μη σε καταρειέται,
τι θα την κάμω πεθερά, τι θα την κάμω μάννα.
τι θα την κάμω πεθερά, τι θα την κάμω μάννα.
10Άιντε και βάνε τάρματα, κ' έλα 'ς την Κρύα Βρύση,
να περπατάμε 'ς τα βουνά, 'ς της Λιάκουρας τα χιόνια,
να σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη,
και μέσα 'ς το λημέρι μου να λάμπης σαν την Πούλια».
να περπατάμε 'ς τα βουνά, 'ς της Λιάκουρας τα χιόνια,
να σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη,
και μέσα 'ς το λημέρι μου να λάμπης σαν την Πούλια».
* Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα, το παραπάνω τραγούδι αναφέρεται στην κόρη του αρματολού της Βουνιχώρας, Αλικούρη.
« Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της». (σελ. 18): «Ακόμα κι ο ερωτευμένος πρωτοκλέφτης της Δωρίδας Νίκος Λιακατάς ( ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ) με την κόρη του αρματολού της Βουνιχώρας ΑΛΙΚΟΥΡΗ, της παραγγέλνει να συναντηθούν πάνω στα βουνά ».
« Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της». (σελ. 18): «Ακόμα κι ο ερωτευμένος πρωτοκλέφτης της Δωρίδας Νίκος Λιακατάς ( ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ) με την κόρη του αρματολού της Βουνιχώρας ΑΛΙΚΟΥΡΗ, της παραγγέλνει να συναντηθούν πάνω στα βουνά ».
8) Για τον ανώνυμο κλεφταρματωλό
Γενικά το όνειρο του κάθε κλέφτη, άσημου ή μη, ήταν να λημεριάσει στη Λιάκουρα!
Αποτελούσε κρυφή και φανερή ευχή, όπως περιγράφει το κάτωθι τραγούδι:
Αποτελούσε κρυφή και φανερή ευχή, όπως περιγράφει το κάτωθι τραγούδι:
« Να ‘μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης
Και ‘ς την καρδιά του χειμωνιού να ‘μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιο καλά’ ταν να ‘ μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μεσ’ ς’ τα βουνά και κλέφτης μεσ’ ς’ τους κάμπους.
Να ‘ χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδα
Να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια
Και ς’ την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου
να τρώγω Τούρκικα κορμιά , σκλάβο να μη με λένε».
Και ‘ς την καρδιά του χειμωνιού να ‘μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιο καλά’ ταν να ‘ μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μεσ’ ς’ τα βουνά και κλέφτης μεσ’ ς’ τους κάμπους.
Να ‘ χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδα
Να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια
Και ς’ την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου
να τρώγω Τούρκικα κορμιά , σκλάβο να μη με λένε».
9) Για τη σπουδαία μάχη της Αράχωβας, ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης μας διέσωσε άλλο τραγούδι: (Εκτενής αναφορά στα Δημοτικά τραγούδια για την Αράχωβα).
«Tρία πουλάκια κάθονται σ΄ της Λιάκουρας τη ράχη
Τόνα τηράγει τη Λειβαδιά,τάλλο κατ΄ την Φοντάνα,
Το τρίτο το καλύτερο μυργιολογάει και λέει.
«Τ’ είν΄ το κακό οπού γένεται κι’ η ταραχή η μεγάλη!
Εκίνησε ο Μουστάμπεης στην Αράχωβα να πάγη
Στη Δαύλεια ρίχνει το ορδί, στένει και τα τσαντήρια.
Τον μπαγιραχτάρη του έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει.
«Σηκώστε τα μπαγιράκια μας ‘ στην Αράχωβα να πάμε.
Ρωμαίγους να σκλαβώσουμε, κεφάλια για να πάρω
Και να τα στείλω’ στον Πασιά, ‘σ τον Κιταγή βεζύρη»
Έλληνες τον τόπο πιάσανε, μουασερέ τον κάνουν,
Επτά ημέρες πόλεμο ‘σ τη λάκκα και ‘σ τα χιόνια
Άλλους τους πιάνουν ζωντανούς και άλλους τους σκοτώσαν».
Τόνα τηράγει τη Λειβαδιά,τάλλο κατ΄ την Φοντάνα,
Το τρίτο το καλύτερο μυργιολογάει και λέει.
«Τ’ είν΄ το κακό οπού γένεται κι’ η ταραχή η μεγάλη!
Εκίνησε ο Μουστάμπεης στην Αράχωβα να πάγη
Στη Δαύλεια ρίχνει το ορδί, στένει και τα τσαντήρια.
Τον μπαγιραχτάρη του έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει.
«Σηκώστε τα μπαγιράκια μας ‘ στην Αράχωβα να πάμε.
Ρωμαίγους να σκλαβώσουμε, κεφάλια για να πάρω
Και να τα στείλω’ στον Πασιά, ‘σ τον Κιταγή βεζύρη»
Έλληνες τον τόπο πιάσανε, μουασερέ τον κάνουν,
Επτά ημέρες πόλεμο ‘σ τη λάκκα και ‘σ τα χιόνια
Άλλους τους πιάνουν ζωντανούς και άλλους τους σκοτώσαν».
10) Το τραγούδι του κλεφτοαρματωλού Δήμου Καλπούζου
Τα παρακάτω δύο τραγούδια αναφέρονται στο θάνατο του αγωνιστή Δήμου Καλπούζου, από τους τρεις προδότες Αγοριανίτες και στον ατέλειωτο οδυρμό που ακολούθησε το θάνατό του.
(Εκτενή ανάλυση για τον Κομνά Τράκα και τους Αραχωβίτες κλεφτοαρματωλούς Καλπουζαίους, θα κάνουμε στην ενότητα Επανάσταση 1821- Μάχη Αράχωβας).
(Εκτενή ανάλυση για τον Κομνά Τράκα και τους Αραχωβίτες κλεφτοαρματωλούς Καλπουζαίους, θα κάνουμε στην ενότητα Επανάσταση 1821- Μάχη Αράχωβας).
Το τραγούδι, όπως καταγράφεται από τον Τάκη Λάππα : Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της», αναφέρεται μάλιστα ότι «έχει ακουμπήσει χέρι λογιώτατου».
«Συννέφιασαν οι ουρανοί κι αστροπελέκια ρίχνουν
Η Αγόριανη κι η Λιάκουρα το σύντροφο τους χάνουν
Στο κύμα τον πελάγωσαν οι άπιστοι φονιάδες
Με το μαχαίρι στην καρδιά πού φέρνει τ’ όνομά του.
Η γης εσκίστη τρεις φορές για να τους καταπιεί.
Και πάλι τους εξέρναγε, δε θέλει τους φονιάδες.
Μαυροφορέστε σεις βουνά κι οι Αγοριανιτοπούλες.
Σε Τούρκους σας παράδωσαν οι άπιστοι φονιάδες»
Η Αγόριανη κι η Λιάκουρα το σύντροφο τους χάνουν
Στο κύμα τον πελάγωσαν οι άπιστοι φονιάδες
Με το μαχαίρι στην καρδιά πού φέρνει τ’ όνομά του.
Η γης εσκίστη τρεις φορές για να τους καταπιεί.
Και πάλι τους εξέρναγε, δε θέλει τους φονιάδες.
Μαυροφορέστε σεις βουνά κι οι Αγοριανιτοπούλες.
Σε Τούρκους σας παράδωσαν οι άπιστοι φονιάδες»
Μια άλλη παραλλαγή, για το θάνατο του Καλπούζου, όπως διασώζεται στην εφημερίδα ΑΣΤΥ στις 21 Ιουλίου 1893, στην οποία εκ’ περιτροπής περιλαμβάνονται τα γυρίσματα «Λεβέντη μου - Δήμο μου -Καλπούζο μου, - Δημάκη μου»
«Συννέφιασαν οι ουρανοί
Λεβέντη μου
Κι αστροπελέκια ρίχνουν
Καλπούζο μου.
Η Αγόργιανη κι η Λιάκουρα
Καλπούζο μου
Τον σύντροφό τους χάνουν,
Καλπούζο μου
ς΄ το γαίμα τον πελάγωσαν
Καλπούζο μου,
Οι άπιστοι φονιάδες
Καλπούζο μου
Με το μαχαίρι ‘ς την καρδιά
Δημάκη μου.
Που φέρνει τ’ όνομά μου
Λεβέντη μου
Γιατί το είχαν ακριβό
Δήμο μου.
Ο Δήμος σαν κι εμένα,
Λεβέντη μου».
Β. Ιστορικά Τραγούδια
Η έλευση του βασιλιά Όθωνα στην Αράχωβα
Το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στον ερχομό του βασιλιά Όθωνα στην Αράχωβα στις 20 Σεπτεμβρίου 1834, μνημονεύεται και στα Δημοτικά τραγούδια Αράχωβας. Κρίναμε όμως σκόπιμο να το εξιστορήσουμε και στα Δημοτικά τραγούδια Παρνασσού, αφού αναφέρεται σχετικά το λήμμα : Παρνασσός.
Το τραγούδι το στιχούργησε η Αραχωβίτισσα ποιήτρια Ρεγγίνα Παπασταθοπούλου, η κόρη του Ευσταθία Παπασταθοπούλου και αργότερα γυναίκα του
Δημάρχου Αναγνώστη Λαζαρή (όπως σημειώνει ο Τ. Λάππας σελ. 84-96).
Το βράδυ, όταν επέστρεψε ο βασιλιάς απ΄το βουνό, η Ρεγγίνα Παπασταθοπούλου, τον καλωσόρισε με το κάτωθι τραγούδι:
Δημάρχου Αναγνώστη Λαζαρή (όπως σημειώνει ο Τ. Λάππας σελ. 84-96).
Το βράδυ, όταν επέστρεψε ο βασιλιάς απ΄το βουνό, η Ρεγγίνα Παπασταθοπούλου, τον καλωσόρισε με το κάτωθι τραγούδι:
« Καλώς το βασιλέα μας πώρχετ΄ απ΄το λιβάδι,
πώρχετ’ από τον Παρνασσό μες απ΄το Σαρανταύλι.
Και πως εκαλοπέρασες σήμερα στο λιβάδι;
Μάζου του Μάιου την δροσιάν και φτιάσ’ τήνε μιντέρι,
Τι θα διαβή ο βασιλιάς, να κάμη μεσημέρι.
ΓΥΡΙΣΜΑ
Μάτια μυγδαλοσχισμένα.
Κι απ΄τον κόπο ντραλωμένα.
Το τι τραγούδι να σου πω, βασιλιά να σ΄ αρέση;
Πώχεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση.
Μάτια μυγδαλοσχισμένα.
Κι απ΄τον κόπο ντραλωμένα.
Το τι τραγούδι να σου πω, βασιλιά να σ΄ αρέση;
Πώχεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση.
ΓΥΡΙΣΜΑ
Τα δυο σου μαύρα μάτια
Μ’ εκάνανε κομμάτια.
Τα δυο σου μαύρα μάτια
Μ’ εκάνανε κομμάτια.
«Το μπόγι σου το ταίριασα σαν μια μηλιά στην Πόλι,
νοπού την έχ’ ο βασιλιάς μεσά στο περιβόλι.
Βέργα μου, ασημόβεργα κυπαρισσιού φουντάνι,
Να ζησ’ ο βασιλέας μας κ’ εμείς ας πάμ’ κορμπάνι.
Το κυπαρισσοκλώναρο, το μυρισμένο ξύλο,
νάναι κι ο βασιλέας μας, στο κάδρο και στο ψήλο.
Το κυπαρίσσι το ψηλό πού ναν΄ στην άγια Μαύρα,
ετσί κ’ η μέση του λιανή και τα μαλλιά σου μαύρα.
νοπού την έχ’ ο βασιλιάς μεσά στο περιβόλι.
Βέργα μου, ασημόβεργα κυπαρισσιού φουντάνι,
Να ζησ’ ο βασιλέας μας κ’ εμείς ας πάμ’ κορμπάνι.
Το κυπαρισσοκλώναρο, το μυρισμένο ξύλο,
νάναι κι ο βασιλέας μας, στο κάδρο και στο ψήλο.
Το κυπαρίσσι το ψηλό πού ναν΄ στην άγια Μαύρα,
ετσί κ’ η μέση του λιανή και τα μαλλιά σου μαύρα.
(Α. Possow, CCCXVI).
(Το παρακάτω τραγούδι το αναφέρουμε και στα Δημοτικά τραγούδια Αράχωβας (2), γιατί περιέχει και την Αράχωβα).
Στο βιβλίο «Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων, παλαιών και νέων, μετά διαφόρων εικονογραφιών» του Αθανάσιου Ιατρίδου, εν Αθήναις 1859, γίνεται σχετική αναφορά με τη ληστοσυμμορία του Νταβέλη στο Ζεμενό Αράχωβας, όπως μας τα δίνει ακριβώς ο Ιατρίδης:
« Ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας, γενναίως πρώτος ειπηδήσας κατά των 23 ληστών οχυρωθέντων επί τη θέσει του Δερβέν Κούλια (1) έπεσε ενδόξως τη 12 Ιουλίου 1856.
Μην ήθελ’ έρθ’ ο θεριστής, μηδέ κι ο αλωνάρης,
Μην ήθελ΄ έβγ’ ντερβέναγας; αυτός ο Γιάννης Μέγας.
Βάνει σφίγξι’ς τους πιστικούς, ς’ όλα τα μοναστήρια
Κλέφταις να μη διαβήκανε’ς της Λιάκουρας τα μέρη.
Δεν σουίπα Κακαράπη μου , και συ Χρήστο – Νταβέλη,
Σ ’τη Λιάκουρα να μη διαβής, λημέρι να μη κάμης.
Τ’ εύγαλε ο Μέγας’ ς τη χωσιά, (1*) με τους Αραχωβίταις.
Τους κυνηγ’ απ’ το ακρινό- νερό, (2) τους κλείει ς’ το Ντερβένι.
Και ο Φουντούκης ΄φώναξε με το Ζαφύρ’ αντάμα.
-Μέγα αν θέλης πόλεμο, και κλέφτικο ντουφέκι,
Έβγα να πολεμήσωμεν, αν ήσαι παληκάρι.-
Μην ήθελ΄ έβγ’ ντερβέναγας; αυτός ο Γιάννης Μέγας.
Βάνει σφίγξι’ς τους πιστικούς, ς’ όλα τα μοναστήρια
Κλέφταις να μη διαβήκανε’ς της Λιάκουρας τα μέρη.
Δεν σουίπα Κακαράπη μου , και συ Χρήστο – Νταβέλη,
Σ ’τη Λιάκουρα να μη διαβής, λημέρι να μη κάμης.
Τ’ εύγαλε ο Μέγας’ ς τη χωσιά, (1*) με τους Αραχωβίταις.
Τους κυνηγ’ απ’ το ακρινό- νερό, (2) τους κλείει ς’ το Ντερβένι.
Και ο Φουντούκης ΄φώναξε με το Ζαφύρ’ αντάμα.
-Μέγα αν θέλης πόλεμο, και κλέφτικο ντουφέκι,
Έβγα να πολεμήσωμεν, αν ήσαι παληκάρι.-
Κι ο Μέγας ωσάν τ΄άκουσε, φωνάζει τους συντρόφους.
-Συντρόφοι ‘βγάλτε τα σπαθιά, κι αφήστε τα ντουφέκια,
Σήμερα ή θα ζήσωμεν, ή όλοι θα χαθούμεν!-
Κ’ εις τα ταμπούρια πήδησε, με το σπαθί σ΄το χέρι.
Και τον Φουντούκην έκοψε, και τον Χρήστο- Νταβέλη.
Και ο Ζαφύρης το σκυλί, χαμ’ ήταν λαβωμένος.
Πικρό κουμπούρι ‘σήκωσε με το ζερβί το χέρι,
Μεσ’ς το στηθάκι τ’ το ΄ριξε, τ’ ούκαψε την καρδιά του.
Ψηλήν φωνήν εφώναξε, τριγύρω τους συντρόφους,
-Πού είσαι Ζγούρη ‘μ (3) αδερφέ, πού είσαι Μαυροδήμο;
Να ειπήτε της Ασήμως μου, της μοναχής μου κόρης.
Να μην αλλάξ’ της Παναγιάς, (4) μη βάλλη τα φλωργιά της.
Τ’ εμένα με σκοτώσανε, μέσ’ του Δερβέν την Κούλια!-
Τον κλαίουν χώραις και χωριά, και τον μοιρολογούνε,
Τον κλαίει κ’ η γυναίκα του, και χύνει μαύρα δάκρυα.
Σ’ το παραθύρι κάθεται, την Παναγιά (5) γναντεύει.
-Συντρόφοι ‘βγάλτε τα σπαθιά, κι αφήστε τα ντουφέκια,
Σήμερα ή θα ζήσωμεν, ή όλοι θα χαθούμεν!-
Κ’ εις τα ταμπούρια πήδησε, με το σπαθί σ΄το χέρι.
Και τον Φουντούκην έκοψε, και τον Χρήστο- Νταβέλη.
Και ο Ζαφύρης το σκυλί, χαμ’ ήταν λαβωμένος.
Πικρό κουμπούρι ‘σήκωσε με το ζερβί το χέρι,
Μεσ’ς το στηθάκι τ’ το ΄ριξε, τ’ ούκαψε την καρδιά του.
Ψηλήν φωνήν εφώναξε, τριγύρω τους συντρόφους,
-Πού είσαι Ζγούρη ‘μ (3) αδερφέ, πού είσαι Μαυροδήμο;
Να ειπήτε της Ασήμως μου, της μοναχής μου κόρης.
Να μην αλλάξ’ της Παναγιάς, (4) μη βάλλη τα φλωργιά της.
Τ’ εμένα με σκοτώσανε, μέσ’ του Δερβέν την Κούλια!-
Τον κλαίουν χώραις και χωριά, και τον μοιρολογούνε,
Τον κλαίει κ’ η γυναίκα του, και χύνει μαύρα δάκρυα.
Σ’ το παραθύρι κάθεται, την Παναγιά (5) γναντεύει.
-Σηκώσ’ απάνω Γιάννη μου, και μη βαρυκοιμάσαι,
Τιί σε γυρεύ’ η συντροφιά, κι όλα τα παληκάρια.
Να τους μοιράσεις τα φλωριά, τα κλέφτικα τσαπράζια!
Να πάρης και τον ντάμπουρα, πικρά να τραγωδήσης.
Τον σκοτωμό σου Μέγα σου, να τον μοιρολογήσης.
-‘Γω τα τραγούδια μ’ τα’ άφησα μεσ’ του Δερβέν την Κούλια.
Τιί σε γυρεύ’ η συντροφιά, κι όλα τα παληκάρια.
Να τους μοιράσεις τα φλωριά, τα κλέφτικα τσαπράζια!
Να πάρης και τον ντάμπουρα, πικρά να τραγωδήσης.
Τον σκοτωμό σου Μέγα σου, να τον μοιρολογήσης.
-‘Γω τα τραγούδια μ’ τα’ άφησα μεσ’ του Δερβέν την Κούλια.
‘Κει ‘ λάτε να μ’ ακούσητε, το πώς τα τραγουδάω.
Εσείς πουλιά πετούμενα, εσείς πουλιά καϋμένα.
Περάς από το Παρνασσό, ψηλά’ ς τα βλαχοχώρια,
‘Πάγετε κι’ απ΄τη Ράχωβα, ς’ τη μέση ‘ς το παζάρι.
Εκεί ν’ ακούστε κλαύματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Ν’ ακούσετε δύο ορφαναίς, μάνα και θυγατέρα,
Πώς κλαίουν πώς μοιρολογούν, πώς θλίβονται για μένα!
Εσείς πουλιά πετούμενα, εσείς πουλιά καϋμένα.
Περάς από το Παρνασσό, ψηλά’ ς τα βλαχοχώρια,
‘Πάγετε κι’ απ΄τη Ράχωβα, ς’ τη μέση ‘ς το παζάρι.
Εκεί ν’ ακούστε κλαύματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Ν’ ακούσετε δύο ορφαναίς, μάνα και θυγατέρα,
Πώς κλαίουν πώς μοιρολογούν, πώς θλίβονται για μένα!
Επεξήγηση αριθμών, του παράπανω τραγουδιού:
(1) Δερβεν-κούλια λέξ. Τ. στενόν δρόμον και πύργον σημαίνουσα.
Η θέσις αύτη κειμένη προς τη διευθύνσει της πάλαι Σχιστής οδού, εν μέσω τριοδίας, και υπό τω όρει Παρνασσώ, καλείται νυν Ζεμενό., ένθα σώζεται ασημάντου τινός οικοδομήματος σώρευμα λίθων, σκοπιά άλλωτε υπό Τούρκων φυλαττομένη.
Επί της θέσης ταύτης οχυρωθείσα η διαβόητος ληστρική συμμορία κατεσφάγη ολοσχερής, ης τα πτώματα κατεπλακώθησαν εν τη ιδία θέσει υπό του σωρού των λίθων, εφ’ ω ετέθη και το εκ’ μαρμάρου επιτύμβιον του γενναίου Μέγα.
Η θέσις αύτη κειμένη προς τη διευθύνσει της πάλαι Σχιστής οδού, εν μέσω τριοδίας, και υπό τω όρει Παρνασσώ, καλείται νυν Ζεμενό., ένθα σώζεται ασημάντου τινός οικοδομήματος σώρευμα λίθων, σκοπιά άλλωτε υπό Τούρκων φυλαττομένη.
Επί της θέσης ταύτης οχυρωθείσα η διαβόητος ληστρική συμμορία κατεσφάγη ολοσχερής, ης τα πτώματα κατεπλακώθησαν εν τη ιδία θέσει υπό του σωρού των λίθων, εφ’ ω ετέθη και το εκ’ μαρμάρου επιτύμβιον του γενναίου Μέγα.
(1*) Εκδρομή, μυστική καταδίωξις πολλών ανθρώπων κατά κακούργων. Λεξ. Βάρβαρος.
(2) Θέσις άνωθεν της Μονής Ιερουσαλήμ, μιας ημισείας ώρας απέχουσα αυτής.
(3) Ι. Ζυγούρης εξ’ Αραχώβης και Μαυρο- Δήμος εκ’ Γοριάνης, χωρία Παρνασσίδος, ακόλουθοι και ούτοι κατόπιν του Ι. Μέγα μετ’ αυτούς δε και ο Λοκάς Νταλαμάγκας εκ’ Δαυλίδος, υπό τη θέσει ταύτη επληγώθη και ο εξ’ Αραχώβης Ευστάθιος Τομαράς, ένθα Αραχωβίται, Δαυλιείς και Διστομίται συνεπολέμησαν.
(4) Εις την μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τη 15 Αυγούστου, καθ΄ην τελείται και εμπορική πανήγυρις εν Λεβαδεία.
(5) Εκκλησία επ’ ονόματι της Θεοτόκου, εντός της Αραχώβης, ένθα ετάφη ο Ι. Μέγας.
Γ. Διάφορα Δημοτικά τραγούδια
Ο Παρνασσός, εκτός από λημέρι για ηρωϊκές εξορμήσεις γίνεται και τόπος αγάπης αλλά και σύμβολο ειδυλλιακής ζωής, όπως μαρτυρούν τα παρακάτω Δημοτικά τραγούδια:
« Σ' ένα δεντρί στον Παρνασσό»
Διάφορες παραλλαγές, αναφέρουμε στο πιο κάτω γνωστό Δημοτικό τραγούδι.
Η πρώτη παραλλαγή
«Όρε σ΄ ένα δεντρί- περδικούλα μου
σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
όρε σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
έγειρα ν ‘αποκοιμηθώ.
σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
όρε σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
έγειρα ν ‘αποκοιμηθώ.
Όρεν ούτε’ έγειρα-περδικούλα μου
όρεν ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε τον ύπνο χόρτασα.
όρεν ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε τον ύπνο χόρτασα.
Όρε κι άκουσα πέ – περδικούλα μου
κι άκουσα πέρδικας λαλιά
όρε κι άκουσα πέρδικα λαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά.
κι άκουσα πέρδικας λαλιά
όρε κι άκουσα πέρδικα λαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά.
Ορέ τι έχεις περδικούλα μου
Τι έχεις πέρδικα και κλαις και κλαίς
και μένανε δεν μου το λες ».
Τι έχεις πέρδικα και κλαις και κλαίς
και μένανε δεν μου το λες ».
Η επόμενη
«Σ' ένα δενδρί στον Παρνασσό
έγειρα ν' αποκοιμηθώ
κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά
μιας περδικούλας κλάμα.
Τι έχεις πέρδικα και κλαίς
και μένανε δεν μου το λες .
Με κυνηγάει ένας αετός
ένας ανθρώπινος εχθρός
θέλει να μου πιάσει τη φωλιά
που έχει μέσα τα πουλιά ».
έγειρα ν' αποκοιμηθώ
κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά
μιας περδικούλας κλάμα.
Τι έχεις πέρδικα και κλαίς
και μένανε δεν μου το λες .
Με κυνηγάει ένας αετός
ένας ανθρώπινος εχθρός
θέλει να μου πιάσει τη φωλιά
που έχει μέσα τα πουλιά ».
Η τρίτη παραλλαγή
«Σ' ένα δενδρί στον Παρνασσό
έγειρα ν'αποκοιμηθώ.
Κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά.
Κλαίει και μένα η καρδιά
Που 'μαι από σένα μακριά ».
έγειρα ν'αποκοιμηθώ.
Κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά.
Κλαίει και μένα η καρδιά
Που 'μαι από σένα μακριά ».
Το όνειρο του τσοπάνου
Με βουκολική έκφραση το κάτωθι τραγούδι του Αραχωβίτη Δημητρίου Γιαννακόπουλου, το οποίο γράφτηκε στην Αράχωβα στα 1946.
«Ήθελα να 'μουν Λιάκουρα στου Παρνασσού τον ώμο,
να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω μιλιούνια,
να 'χω το μάτι του αϊτού και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι.
να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω μιλιούνια,
να 'χω το μάτι του αϊτού και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι.
Ήθελα και να γνώριζα των αγριμιών τη γλώσσα,
των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ' όλα τα στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ' αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.
των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ' όλα τα στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ' αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.
Να δέχομαι στις πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
να ταγιαντάω στο βοριά, σ' όλα τα μοχλοβόρια.
να ταγιαντάω στο βοριά, σ' όλα τα μοχλοβόρια.
Να στήνω στον Καράχαλη ταμπούρι ατσαλένιο
και ν' αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους την Αθήνα,
να λέπω τον Ελλήσποντο της Πόλης το μπουγάζι,
τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν' απ' τη φωλιά του.
και ν' αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους την Αθήνα,
να λέπω τον Ελλήσποντο της Πόλης το μπουγάζι,
τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν' απ' τη φωλιά του.
Ν' ακούω το γέρο έλατο, πώς σκάζει και βογγάει,
σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πώς ταγιαντάει κι ύστερα με δίχως κλαπατάρια,
πώς σέρνει απ' τη ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.
σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πώς ταγιαντάει κι ύστερα με δίχως κλαπατάρια,
πώς σέρνει απ' τη ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.
Να βλέπω τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
την Άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,
πώς φτιάχνουν τα γιατάκια τους, πώς φτιάχνουν τα κονάκια,
πώς στένουνε τ' απόσκια τους, πώς στένουν τους σταλούς τους,
τσελιγκοπούλες λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια
μ' όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.
την Άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,
πώς φτιάχνουν τα γιατάκια τους, πώς φτιάχνουν τα κονάκια,
πώς στένουνε τ' απόσκια τους, πώς στένουν τους σταλούς τους,
τσελιγκοπούλες λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια
μ' όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.
Να δω το γέρο τσέλιγκα στη στρούγκα πώς αρμέγει,
να δω πώς πήζει το τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
πώς φτιάχνει με ξυνόγαλο τη νόστιμη μυτζήθρα.
να δω πώς πήζει το τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
πώς φτιάχνει με ξυνόγαλο τη νόστιμη μυτζήθρα.
Κι ύστερα στο γιατάκι του με κοφτερούς σουγιάδες,
πώς φτιάχνει κλειδοπίνακα και ξύλινες κουτάλες.
πώς φτιάχνει κλειδοπίνακα και ξύλινες κουτάλες.
Να δω το γέρο τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του τις νυφάδες,
πώς κάθεται στον έλατο μ' αγγόνια και ξαγγόνια,
και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
να μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες για θηρία,
κι όλοι να ακουρμάζονται με πόθο και λαχτάρα.
την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του τις νυφάδες,
πώς κάθεται στον έλατο μ' αγγόνια και ξαγγόνια,
και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
να μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες για θηρία,
κι όλοι να ακουρμάζονται με πόθο και λαχτάρα.
Κι απάνω στο μολόγημα τα βλέφαρα πώς κλείνουν
και πώς όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.
και πώς όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.
Ήθελα να΄μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο
και να 'βλεπα και να 'λεγα, ποτέ να μην τα σώνω».
και να 'βλεπα και να 'λεγα, ποτέ να μην τα σώνω».
«Συννέφιασε o Παρνασσός»
«Συννέφιασε ο Παρνασσός
βρέχει στα καμποχώρια
και συ Διαμάντω μ᾿ άργησες
πού πας αυτήν την ώρα;
Πάω γι᾿ αθάνατο νερό,
γι᾿ αθάνατο βοτάνι.
Να δώσω στην ἀγάπη μου,
ποτὲ να μην πεθάνει».
βρέχει στα καμποχώρια
και συ Διαμάντω μ᾿ άργησες
πού πας αυτήν την ώρα;
Πάω γι᾿ αθάνατο νερό,
γι᾿ αθάνατο βοτάνι.
Να δώσω στην ἀγάπη μου,
ποτὲ να μην πεθάνει».
«Παρνασσός»
«Τί έχεις καημένε Παρνασσέ,
Και στέκεις λυπημένος;
Μην ειν΄τα χιόνια σου βαριά
και τα νερά σου κρύα;
Δεν ειν’ τα χιόνια μου βαριά
και τα νερά μου κρύα.
Σαράντα βρύσες με νερό
κι εξήντα δυο πηγάδια,
δεν μου τον σβήνουν τον καημό
πόχω στα φυλλοκάρδια».
Και στέκεις λυπημένος;
Μην ειν΄τα χιόνια σου βαριά
και τα νερά σου κρύα;
Δεν ειν’ τα χιόνια μου βαριά
και τα νερά μου κρύα.
Σαράντα βρύσες με νερό
κι εξήντα δυο πηγάδια,
δεν μου τον σβήνουν τον καημό
πόχω στα φυλλοκάρδια».
«Να ‘ μουν ελιά στο Σάλωνα…»
Το κάτωθι τραγούδι-παραλλαγή ( το αναφέρουμε και στα Δημοτικά τραγούδια της Αράχωβας), αναπολεί, μεταξύ άλλων, τα λημέρια του Παρνασσού, μέσα απ΄ τη βουκολική έκφρασή του.
«Να ‘ μουν ελιά στο Σάλωνα και κλήμα στη Βοστίτσα,
να’ μουν και στην Αράχωβα, δραγάτης στα κορίτσια.
Το μάθαν δυο ζουρλά παιδιά και περπατούν τις νύχτες.
Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιοντάρια,
σέρνουν και υπνοβότανο, υπνώνουν τα κορίτσια…».
να’ μουν και στην Αράχωβα, δραγάτης στα κορίτσια.
Το μάθαν δυο ζουρλά παιδιά και περπατούν τις νύχτες.
Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά, κρέας για τα λιοντάρια,
σέρνουν και υπνοβότανο, υπνώνουν τα κορίτσια…».
Η παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού:
«Να’ μουν ελιά στα Σάλωνα και κλήμα στη Βοστίτσα,
να’ μουν και στην Αράχωβα δραγάτης στα κορίτσια.
Να είχα φωλία στο Παρνασσό, και στο Μοριά Λιμέρι.
Να φέρνει ο βλάχος το τυρί, βλαχούλα το χαμπέρι».
να’ μουν και στην Αράχωβα δραγάτης στα κορίτσια.
Να είχα φωλία στο Παρνασσό, και στο Μοριά Λιμέρι.
Να φέρνει ο βλάχος το τυρί, βλαχούλα το χαμπέρι».
«Εκεί ψηλά στον Παρνασσό…»
Το επόμενο τραγούδι περιγράφει τη ζωή των βλάχων εκεί ψηλά στον Παρνασσό. Τοποθετείται στην κατηγορία διάφορα δημοτικά τραγούδια - βλάχικων τραγουδιών.
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό, ψηλά σε μια ραχούλα
Οι βλάχοι κάνουν μια χαρά, παντρεύουν μια βλαχούλα.
Της δίνουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
της δίνουν προίκα αμέτρητη και ζηλευτά στολίδια.
«Μανούλα μ’ το χεράκι σου δώς΄μου να σ΄ το φιλήσω
Σ’ άλλα βουνά, σ’ άλλα χωριά θα πάω να κατοικήσω»
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό, ψηλά σε μια ραχούλα
Οι βλάχοι κάνουν μια χαρά, παντρεύουν μια βλαχούλα.
Της δίνουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
της δίνουν προίκα αμέτρητη και ζηλευτά στολίδια.
«Μανούλα μ’ το χεράκι σου δώς΄μου να σ΄ το φιλήσω
Σ’ άλλα βουνά, σ’ άλλα χωριά θα πάω να κατοικήσω»
Το τραγούδι των τσελιγκάδων
Στην κατηγορία διάφορα τραγούδια – της αγάπης, εντάσσεται το κάτωθι τραγούδι, στο οποίο περιγράφεται παραστατικά το γλέντι των τσελιγκάδων.
« Στον Παρνασσό μωρέ παιδιά
Παντρεύεται η Αναστασιά
Με το Μήτσο το λεβέντη
Κι αρχίνησε το γλέντι.
Στη σούβλα ψένουνε τα΄αρνιά
Παίζουν κλαρίνα και βιολιά
Και οι τσελιγκάδες πέρα
Το γλεντάν με τη φλογέρα.
Γαμπρός και νύφη στο χορό
Και όλο το συμπεθεριό ».
Παντρεύεται η Αναστασιά
Με το Μήτσο το λεβέντη
Κι αρχίνησε το γλέντι.
Στη σούβλα ψένουνε τα΄αρνιά
Παίζουν κλαρίνα και βιολιά
Και οι τσελιγκάδες πέρα
Το γλεντάν με τη φλογέρα.
Γαμπρός και νύφη στο χορό
Και όλο το συμπεθεριό ».
«Ποιος έλατος κρατάει νερό…»
Ορέ ποιος έλατος μωρέ παιδιά
Ποιος έλατος κρατάει νερό
Ποιος έλατος κρατάει νερό
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό.
Ποιος έλατος κρατάει νερό
Ποιος έλατος κρατάει νερό
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό.
Ορέ εκεί ψηλά γεια σας παιδιά
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό.
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό
Με στείλανε να πάω να πιω.
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό.
Εκεί ψηλά στον Παρνασσό
Με στείλανε να πάω να πιω.
Ορέ με στείλανε, μωρέ παιδιά,
με στείλανε να πάω να πιω.
Με στείλανε να πάω να πιω
Γιατί έχω χρόνια δεν μπορώ.
με στείλανε να πάω να πιω.
Με στείλανε να πάω να πιω
Γιατί έχω χρόνια δεν μπορώ.
«Βρε Παρνασσέ περήφανε…».
« Βρε Παρνασσέ περήφανε,
Τι στέκεις λυπημένος
Εσύ ποτέ δεν ήσουνα κονιαροπατημένος.
Στα βράχια σου περπάτησα και ο Καραϊσκάκης
Πρέπει να το’ χεις καύχημα
Και περηφάνια να’ χεις».
Τι στέκεις λυπημένος
Εσύ ποτέ δεν ήσουνα κονιαροπατημένος.
Στα βράχια σου περπάτησα και ο Καραϊσκάκης
Πρέπει να το’ χεις καύχημα
Και περηφάνια να’ χεις».
Το τραγούδι των αγωγιατών της Αράχωβας
Το παρακάτω τραγούδι διεσώθη από Αραχωβίτες τσοπάνηδες και αγωγιάτες που κουβαλούσαν άχυρα απ΄το Λιβάδι στην Αράχωβα. « Μεσοστρατίς, όταν σμίγαμε όλοι μαζί , παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού, τραγουδούσαμε επάνω στα μουλάρια».
«- Τι έχεις καϋμένη Λιάκουρα, καϋμένη ψυχομάνα
Και μαραμένη κάθεσαι, βαρειά συγνεφιασμένη;
Να μη σε μάλωσε κανείς, να μη σε παραπήρε;
-Με μάλωσε ένας τσέλιγκας, ένας παληός σκουτέρης.
Στη βρύση πήγε για νερό, να πλύνη τις καρδάρες.
Εκεί νερό δεν βρέθηκε να πλύνη τις καρδάρες,
Ανάθεμά σε Λιάκουρα με τα πολλά τα χιόνια».
Και μαραμένη κάθεσαι, βαρειά συγνεφιασμένη;
Να μη σε μάλωσε κανείς, να μη σε παραπήρε;
-Με μάλωσε ένας τσέλιγκας, ένας παληός σκουτέρης.
Στη βρύση πήγε για νερό, να πλύνη τις καρδάρες.
Εκεί νερό δεν βρέθηκε να πλύνη τις καρδάρες,
Ανάθεμά σε Λιάκουρα με τα πολλά τα χιόνια».
«Ανέβηκα στη Λιάκουρα»
Στην κατηγορία διάφορα Δημοτικά τραγούδια- αποχαιρετισμού, εντάσσεται το κάτωθι τραγούδι. Αναφέρει εμφαντικά δύο φορές συνεχόμενα τη λέξη Λιάκουρα, δείχνοντας την αγάπη του σ’ αυτήν, ενώ αναπολεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του, με αξέχαστες αναμνήσεις, περιγράφοντας ο,τιδήποτε βλέπει από την ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.
Πασίγνωστο Δημοτικό χορευτικό τραγούδι.
Πασίγνωστο Δημοτικό χορευτικό τραγούδι.
«Ανέβηκα στη Λιάκουρα, μωρέ στη Λιάκουρα
Στο τρύπιο το λιθάρι, μωρέ το λιθάρι
Αχ να χαιρετήσω τη ζωή, πριν ο Θεός
Μωρέ με πάρει
Καμάρωσα μωρέ τα διάσελα
Τα πρώτα μου, μωρέ λημέρια
Αχ θυμήθηκα τα νιάτα μου
Αχ χειμώνες μωρέ καλοκαίρια
Αχ αγνάντεψα το Καλίδρομο
Τη Γκιώνα μωρέ χιονισμένη
Αχ πυκνή αντάρα σκέπασε
Τ’ Αντρούτσου το λημέρι
Αχ χαιρέτησα μωρέ τη θάλασσα
Εκεί μωρ’ Γαλαξείδι
Αχ και μια βαρκούλα που΄ ρχεται
Για το στερνό μωρέ ταξίδι»
«Ένα πουλάκι πράσινο…»
Απ’ τη σχέση τοπίου με τον άνθρωπο πηγάζει και το αίσθημα της ελληνικής φυσιολατρίας, η ελληνική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι. Το βουνό, το δέντρο, ο βράχος, όντας βαθιά αποτυπωμένα στην ψυχή του λαού, στην παράδοση του γένους, γίνονται σύντροφοι του λαού στον αγώνα του για την ελευθερία και την εθνική ανάταση.
«Ένα πουλάκι πράσινο, με πράσινα φτερούγια,
σ’ ένα κλαράκι λάλησε και τα βουνά αγναντεύει
τη Γκιώνα και τον Παρνασσό κι αυτές τις Καταβόθρες.
Βασιλοπούλα τ’ άκουσε και το καλοτυχαίνει:
— Καλότυχό μου, συ πουλί, με τη λαλίτσα πόχεις…».
Το τραγούδι του Σέμπρου
Στο βιβλίο του Αθανάσιου Ιατρίδη « Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων Παλαιών και Νέων» αναφέρεται και το τραγούδι για το Σέμπρο, πιθανόν να πρόκειται για το επώνυμο Σέμπρος, που υπήρχε παλιότερα στα μέρη του Παρνασσού.
Σέμπρου = προέρχεται απ’ το γνωστό και διαδεδομένο όρο sebru (εκ’ της Σλαβικής) και σημαίνει: αυτόν που μέσα από κάποια σύμβαση καλλιεργεί ή βόσκει ένα ξένο κτήμα. Επίσης εξίσου πιθανό να προέρχεται απ’ το επώνυμο κάποιου παλιού κατοίκου της περιοχής. Πράγματι, επώνυμο Σέμπρος, υπήρχε παλιότερα στα μέρη του Παρνασσού.
Κεραύνωσις πλουσίου τινός πλεονέκτου (τραγώδιον παλαιόν)
« Όλοι σπαρτά θερίζουνε, εις τα βουνά και κάμπους
Κι ο Σέμπρος τα ‘ χει αθέριστα, σιτάρια και κριθάρια.
Κακή βουλή τον έβαλε, ‘ς τη Λιβαδειά να πάγη,
Πάγη να ‘ γκαλέσει τους πτωχούς, ταις χλιβεραίς ταις χήραις,
Στάχυα να μη μαζέψουνε, να μη σταχολογήσουν.
Κι όσαις χήραις τον άκουσαν, εκάθησαν και κλαίουν,
Το τι α φάγουν τα ορφανά, με τι θα ξεχειμάσουν.
Κι εις τον Θεόν εβόγγιξαν, όλοι πτωχοί και χήραις.
-Θεέ μ’ να τον κάψ’ αστραπή, να τον πυρώσ’ η λαύρα.
Το πρόσωπό σου να μη δη ‘ς την κόλαση να πάγη.
Θεός ‘ λυπήθη τους πτωχούς, κι έδειξε μέγα θαύμα.
Στον Παρνασσό μπουμπούνησε και εις το Παρόρι στράπτει,
Κ’ εις τον Αϊνικόλα ‘ς το πλευρό, καίει τον Σεμπρο-γιώργη ».
Κι ο Σέμπρος τα ‘ χει αθέριστα, σιτάρια και κριθάρια.
Κακή βουλή τον έβαλε, ‘ς τη Λιβαδειά να πάγη,
Πάγη να ‘ γκαλέσει τους πτωχούς, ταις χλιβεραίς ταις χήραις,
Στάχυα να μη μαζέψουνε, να μη σταχολογήσουν.
Κι όσαις χήραις τον άκουσαν, εκάθησαν και κλαίουν,
Το τι α φάγουν τα ορφανά, με τι θα ξεχειμάσουν.
Κι εις τον Θεόν εβόγγιξαν, όλοι πτωχοί και χήραις.
-Θεέ μ’ να τον κάψ’ αστραπή, να τον πυρώσ’ η λαύρα.
Το πρόσωπό σου να μη δη ‘ς την κόλαση να πάγη.
Θεός ‘ λυπήθη τους πτωχούς, κι έδειξε μέγα θαύμα.
Στον Παρνασσό μπουμπούνησε και εις το Παρόρι στράπτει,
Κ’ εις τον Αϊνικόλα ‘ς το πλευρό, καίει τον Σεμπρο-γιώργη ».
«Στου Παρνασσού τα έλατα…»
«Στου Παρνασσού τα έλατα
θα πάω να ξαποστάσω
και της καρδιάς μου τους καημούς
για λίγο να ξεχάσω,
κρασί απ' την Αράχωβα
θα πιώ για να μεθύσω
και μια παλιά αγάπη μου
να την ελησμονήσω ».
θα πάω να ξαποστάσω
και της καρδιάς μου τους καημούς
για λίγο να ξεχάσω,
κρασί απ' την Αράχωβα
θα πιώ για να μεθύσω
και μια παλιά αγάπη μου
να την ελησμονήσω ».
Στο σημείο αυτό τελειώνει και το μέρος της εργασίας μας πάνω στα Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στον Παρνασσό (Λιάκουρα).
Προσπαθήσαμε, να καταγράψουμε όσα τραγούδια αναφέρονται στο χιλιοτραγουδισμένο Παρνασσό.
Καμιά έρευνα δε θεωρείται τελειωμένη, ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει την απαρχή για την περαιτέρω καταγραφή και διάσωση της μουσικής ζωντανής μας παράδοσης!
Και πιστεύουμε ότι η προσπάθειά μας θα βρει αρκετούς μιμητές!
Προσπαθήσαμε, να καταγράψουμε όσα τραγούδια αναφέρονται στο χιλιοτραγουδισμένο Παρνασσό.
Καμιά έρευνα δε θεωρείται τελειωμένη, ωστόσο είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει την απαρχή για την περαιτέρω καταγραφή και διάσωση της μουσικής ζωντανής μας παράδοσης!
Και πιστεύουμε ότι η προσπάθειά μας θα βρει αρκετούς μιμητές!
Βιβλιογραφία- πηγές:
• Περιοδικά «Η Αράχωβα», τεύχη 6,10, 13
• Προφορικές μαρτυρίες- καταγραφές Αραχωβιτών (έρευνα Γεωργίου Λ Οικονόμου, 2011).
• Arnoldus Passow: «Ρωμαίικα τραγούδια» Λειψία 1860. Ελληνική ανατύπωση, Αθήνα.
• Χρήστος Μαυρόπουλος «Κατακαημένη Αράχωβα», Α’ τόμος, Αράχωβα 1982
• Μέλπω Ο. Μερλιέ, « Τραγούδια της Ρούμελης», 1931
• Τάκης Λάππας: Η Αράχωβα του Παρνασσού, 1961 Αθήνα.
• Νικόλαος Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού 1975, Αθήνα.
• Fauriel Claude «Δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος» 1924 Παρίσι. Ελληνική επανέκδοση, Αθήνα 1955.
• Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Δημοτικά τραγούδια της Ρούμελης», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001.
• Λουκάς Παπαλεξανδρής: Διάσωση αρχείου εφημ. ΑΣΤΥ, καταγραφή τραγουδιού Κλεφτοαρματωλού Δήμου Καλπούζου,
• Τάκης Λάππας, «Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της». Εκδ. Ατλαντίς.
• Προφορικές μαρτυρίες - καταγραφές Αραχωβιτών, έρευνα Γεωργίου Λ. Οικονόμου 2011
• Passow Armoldus «Ρωμαίικα Τραγούδια» Λειψία 1860, Ελληνική ανατύπωση, Αθήνα.
• Τ. Λάππας «Στα ψηλώματα του Παρνασσού », Αθήνα 1937.
• Προφορικές μαρτυρίες- καταγραφές Αραχωβιτών (έρευνα Γεωργίου Λ Οικονόμου, 2011).
• Arnoldus Passow: «Ρωμαίικα τραγούδια» Λειψία 1860. Ελληνική ανατύπωση, Αθήνα.
• Χρήστος Μαυρόπουλος «Κατακαημένη Αράχωβα», Α’ τόμος, Αράχωβα 1982
• Μέλπω Ο. Μερλιέ, « Τραγούδια της Ρούμελης», 1931
• Τάκης Λάππας: Η Αράχωβα του Παρνασσού, 1961 Αθήνα.
• Νικόλαος Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού 1975, Αθήνα.
• Fauriel Claude «Δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος» 1924 Παρίσι. Ελληνική επανέκδοση, Αθήνα 1955.
• Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Δημοτικά τραγούδια της Ρούμελης», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001.
• Λουκάς Παπαλεξανδρής: Διάσωση αρχείου εφημ. ΑΣΤΥ, καταγραφή τραγουδιού Κλεφτοαρματωλού Δήμου Καλπούζου,
• Τάκης Λάππας, «Η κλεφτουριά της Ρούμελης και τα τραγούδια της». Εκδ. Ατλαντίς.
• Προφορικές μαρτυρίες - καταγραφές Αραχωβιτών, έρευνα Γεωργίου Λ. Οικονόμου 2011
• Passow Armoldus «Ρωμαίικα Τραγούδια» Λειψία 1860, Ελληνική ανατύπωση, Αθήνα.
• Τ. Λάππας «Στα ψηλώματα του Παρνασσού », Αθήνα 1937.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου