Πριν τις καλοκαιρινές διακοπές αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα στον Παρνασσό για να επισκεφτούμε την χαράδρα της Βελίτσας με σκοπό να περπατήσουμε μέχρι τους Δελφούς. Προετοιμαστήκαμε σωστά με όλα τα απαραίτητα και ξεκινήσαμε με το τραίνο για την Κάτω Τιθορέα. Από την Αθήνα μπορεί να βρεθεί κανείς στο χωριό σε δύο ώρες.
Φτάσαμε το απόγευμα και πήραμε ένα ταξί μέχρι το μοναστήρι της Παναγίας Οδηγήτριας. Από εκεί θα αρχίζαμε την πεζοπορία.....
Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής γίνεται πάνω στο δασικό δρόμο μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη. Από εκεί αρχίζει το μονοπάτι. Τα χρώματα της σήμανσης για τη διαδρομή είναι το κόκκινο τετράγωνο μέσα σε άσπρο πλαίσιο.
Η ώρα ήταν τέσσερις και ο ήλιος έκαιγε αρκετά. Λόγω της ώρας δεν υπήρχε σκιά πουθενά και καταλάβαμε ότι η πρώτη μέρα θα ήταν αρκετά ζεστή. Προχωρήσαμε στο δασικό δρόμο και σε περίπου είκοσι λεπτά φτάσαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη. Αφήσαμε πίσω μας το χωριό με την ελπίδα ότι σε τρεις μέρες θα βλέπαμε τους Δελφούς. Στον Άγιο Ιωάννη κάναμε την πρώτη στάση για να πιούμε νερό από τη βρύση στον προαύλιο χώρο. Πλάι του δρόμου υπήρχε ένα μικρό κανάλι που κατέβαζε νερό στο χωριό. Απέναντι βλέπαμε την σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου και στο βάθος χαμηλότερα αντικρίζαμε την πεδιάδα που χωρίζει τον Παρνασσό από το Καλλίδρομο.
Στην συνέχεια μπήκαμε στο μονοπάτι και αρχίσαμε να κινούμαστε κάτω από τα έλατα. Στην αρχή το μονοπάτι ήταν ήπιο αλλά σε λίγη ώρα η κλίση μεγάλωσε αρκετά. Πλάι μας πετούσαν πολλές πεταλούδες οι οποίες ζευγάρωναν. Υπήρχαν όλα τα χρώματα, άσπρες, πορτοκαλί μέχρι και μπλε. Ακολουθούσαμε πιστά τα σήματα μέχρι που φτάσαμε δίπλα στην κορυφή Κουμπές. Σύμφωνα με το χάρτη σε αυτή την τοποθεσία θα βρίσκαμε το καταφύγιο του κυνηγετικού συλλόγου Αμφίκλειας και δύο πηγές. Ψάξαμε για αρκετή ώρα αλλά ούτε τις πηγές βρήκαμε ούτε και το καταφύγιο. Η ώρα περνούσε και είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Έτσι αποφασίσαμε να κινηθούμε γρήγορα μέχρι την πηγή Τσάρες με σκοπό να διανυκτερεύσουμε εκεί.
Το μονοπάτι μετά την κορυφή Κουμπές ήταν εμφανέστατο χάρις στα ζώα που περνούσαν συχνά από εκεί. Ο ήλιος πλέον είχε χαθεί πίσω από τις ψηλές κορυφές και το δάσος άλλαζε χρώματα. Σε λίγη ώρα θα έβγαιναν τα πλάσματα της νύχτας για αναζήτηση τροφής. Ήμασταν αρκετά τυχεροί καθώς το φετινό καλοκαίρι είχε αρκετές βροχές, τα χόρτα ήταν ακόμη χλωρά και υπήρχαν αγριολούλουδα.
Φτάνοντας στην πηγή Τσάρες οι φόβοι μου έγιναν αληθινοί. Είχα δει στο χάρτη το ανάγλυφο της περιοχής και μου είχε μπει η σκέψη ότι το μέρος δεν ήταν κατάλληλο για κατασκήνωση. Όντως η πηγή βρισκόταν δίπλα στο ρέμα ενώ και από τις δυο μεριές το έδαφος ήταν απότομο. Με λιγοστό φως ξεκίνησα να περπατάω στο μονοπάτι που πάει προς το ρέμα της Τρύπης για να βρω κάποιο μικρό πλάτωμα για τη σκηνή μας. Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο μια κοιλότητα κάτω από έναν βράχο και ένα μικρό πλάτωμα με κλίση. Προσπάθησα να διαμορφώσω λίγο το έδαφος αλλά ήταν αδύνατο να το φέρω σε ευθεία. Έτσι αποφασίσαμε να κοιμηθούμε κάτω από τον βράχο. Δεν ήταν ότι καλύτερο να ξέρεις ότι από πάνω σου υπάρχουν κάποιοι τόνοι πέτρας αλλά αν κρίναμε από τα σημάδια των κυνηγών το σημείο αυτό ήταν μοναδικό για διανυκτέρευση.
Στήσαμε τη σκηνή και ετοιμάσαμε τα πράγματά μας για τον ύπνο. Παραδίπλα υπήρχε ένας κορμός δέντρου και δύο πέτρες που έγιναν η τραπεζαρία μας. Καθίσαμε και φάγαμε μέχρι που το σκοτάδι σκέπασε τη χαράδρα. Χαμηλότερα διακρίνονταν τα φώτα από τα χωριά ενώ στο δάσος φαίνονταν μόνο τα βράχια. Η έλλειψη φεγγαριού έκανε τα αστέρια να λάμπουν περισσότερο και μπορούσαμε να βλέπουμε τους διάφορους αστερισμούς. Στην πόλη συνήθως ξεχνάμε ότι από πάνω μας έχουμε έναν ουρανό γεμάτο με χιλιάδες αστέρια. Αρκετά παραπάνω ακούγαμε τα καμπανάκια που είχαν περασμένα τα κατσίκια στο λαιμό τους ενώ τα σκυλιά γάβγιζαν κάθε λίγα λεπτά πιθανότατα εξαιτίας των αλεπούδων που τριγυρνούσαν στην περιοχή. Η ώρα περνούσε και αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο μιας που η επόμενη μέρα θα ήταν η πιο δύσκολη από όλες. Θα περπατάγαμε μέχρι το καταφύγιο που βρίσκεται κάτω από την κορυφή του Γεροντόβραχου και θα διανυκτερεύαμε εκεί κοντά.
Όταν έφτασε το πρωί σηκωθήκαμε για να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας. Ο ουρανός ήταν καθαρός και δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο. Αυτό βέβαια δεν ήταν καλό για το περπάτημα στο αλπικό τμήμα του βουνού. Αφού φάγαμε αρχίσαμε να φτιάχνουμε τις τσάντες μας. Την ώρα που ετοίμαζα το σακίδιο μου πρόσεξα ένα έντομο να κρύβεται μέσα στην πόρπη. Άργησα λίγο να καταλάβω ότι ήταν σκορπιός και μέχρι να βρω ένα ξυλάκι για να τον διώξω αυτός εξαφανίστηκε. Οι μεγάλες ορειβατικές τσάντες έχουν πολλά σημεία όπου μπορεί να κρυφτεί ένα έντομο. Έτσι ξεκίνησα να ψάχνω κάθε πιθανό σημείο μιας που η ιδέα να περπατάμε παρέα δεν ήταν πολύ καλή. Η διαδικασία μου πήρε περίπου είκοσι λεπτά και ο σκορπιός ήταν άφαντος. Η υπομονή μου όμως τον ανάγκασε να μετακινηθεί και τον βρήκα την ώρα που πήγαινε να ανέβει στο άλλο σακίδιο. Σκέφτηκα ότι ήθελε να έρθει μαζί μας αλλά πως να τον εμπιστευτείς; Ένα τσίμπημά του δεν θα ήταν καθόλου αστείο. Έτσι του αλλάξαμε κατεύθυνση και πήραμε τα σακίδια από εκεί.
Μετά τη μικρή τρομάρα ξεκινήσαμε για το αλπικό κομμάτι του βουνού. Το μονοπάτι ανηφόριζε από την δεξιά μεριά της πηγής ανάμεσα στα έλατα. Η κλίση ήταν έντονη αλλά το τοπίο μας αποζημίωνε με την ομορφιά του. Σε λίγη ώρα αφήναμε τα τελευταία δέντρα. Από εδώ και πέρα θα είμασταν στο έλεος του ήλιου. Φτάσαμε σε ένα μαντρί χτισμένο κάτω από ένα μεγάλο έλατο και κινηθήκαμε προς τα δεξιά για να βρεθούμε ανάμεσα από την κορυφή της Λιάκουρας και τις Τρεις Τσούμπες. Ουσιαστικά το μονοπάτι κινούταν μέσα στο ξερόρεμα. Δεξιά και αριστερά ορθώνονταν επιβλητικά τα βράχια ενώ στο βάθος και αριστερά βλέπαμε μια φυσική καμάρα κάτω από μια κορυφή. Στο τέλος της ανηφόρας φτάσαμε στην τοποθεσία Χούνη με την κορυφή Τσάρκος μπροστά μας. Αριστερά μας διακρίναμε τα κατσίκια τα οποία μετακινούνταν για να βρουν μια καλή σκιά. Τα σκυλιά άρχισαν να μας γαβγίζουν αλλά δεν είχαν καμία όρεξη να έρθουν προς τα εμάς μέσα στο λιοπύρι.
Μετά την κοπιαστική ανηφόρα κάτσαμε για λίγα λεπτά ώστε να πάρουμε δυνάμεις και να φάμε. Δεξιά μου έβλεπα μια πλαγιά με μεγάλη κλίση και στο βάθος ένα διάσελο στο οποίο νόμιζα ότι θα πάμε. Αντικρίζοντας το απότομο σημείο δεξιά αναρωτιόμουνα ποιος τρελός θα τολμούσε να το ανέβει. Έμεινα έκπληκτος όταν είδα τα σήματα να πηγαίνουν προς τα εκεί. Τελικά εμείς θα ήμασταν οι τρελοί που θα το ανεβαίναμε με πολλά κιλά στην πλάτη μας. Αρχίσαμε σιγά σιγά την επίπονη πορεία και κάθε λίγο σταματούσα για να πάρω μια ανάσα. Η σύντροφος μπροστά είχε φύγει πιο μακριά και δεν έμοιαζε να κουράζεται όσο εγώ. Σε κάποια σημεία η διαδρομή μου θύμιζε την ανηφόρα της Δίρφυος.
Τελικά βγήκε και αυτό το κομμάτι και φτάσαμε στην κορυφογραμμή δίπλα στη Λιάκουρα. Εκεί αφήσαμε τα σακίδιά μας και συνεχίσαμε προς την κορυφή ξένοιαστοι. Σε λίγη ώρα ήμασταν στο ψηλότερο σημείο του βουνού. Ο αέρας ήταν δροσερός και η θέα επιβλητική. Από εδώ βλέπαμε όλες τις ψηλές κορυφές του Παρνασσού. Τα Μαύρα Λιθάρια, το Γεροντόβραχο, τον Καλόγερο και άλλες. Χαμηλότερα βλέπαμε την ανηφοριά που κάναμε ενώ πιο μακριά διακρίναμε τη Γκιώνα και την Οίτη.
Η ώρα ήταν μία το μεσημέρι και έπρεπε να συνεχίσουμε για το Γεροντόβραχο. Θα ήταν η δεύτερη κορυφή της μέρας. Κατηφορίσαμε μέχρι το σημείο που αφήσαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε για την Τουμποράχη. Φτάνοντας απέναντι περάσαμε από την άλλη πλευρά του βουνού. Από εκεί συνεχίσαμε προς τα δεξιά για να βγούμε στο Γεροντόβραχο. Το τοπίο ήταν σεληνιακό ενώ δεν υπήρχε πουθενά σκιά. Ευτυχώς λίγο πριν την ανηφόρα για την κορυφή βρήκαμε μια κοιλότητα κάτω από έναν βράχο και χωθήκαμε για να γλυτώσουμε λίγο από τον ήλιο. Φάγαμε λίγο και ύστερα ξεκινήσαμε για την κορυφή. Φτάσαμε πιο σύντομα από ότι περιμέναμε και κάτσαμε να απολαύσουμε την θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο. Δεξιά και χαμηλότερα αντικρίζαμε το χιονοδρομικό κέντρο. Αλλάζανε τα λιφτ και έχτιζαν ένα καινούργιο κτίριο ενώ είχαν εκχερσώσει ένα μεγάλο μέρος δίπλα στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Η εικόνα των εκσκαφέων στο βουνό μόνο ευχάριστη δεν ήταν. Ακριβώς κάτω από την κορυφή είχαν αποθέσει πολλά σκουπίδια από το χιονοδρομικό κέντρο. Το καλοκαίρι μπορεί να τα δει κάποιος αλλά το χειμώνα δεν φαίνονται με τα χιόνια οπότε φαντάστηκα ότι δεν θα τους ένοιαζε και πολύ.
Μετά το Γεροντόβραχο συνεχίσαμε προς το καταφύγιο. Ανυπομονούσα να μπω ξανά μέσα στο δάσος. Είχαμε περάσει όλη τη μέρα κάτω από τον ήλιο και είχαμε ανάγκη από σκιά. Ακολουθήσαμε τα ορειβατικά σημάδια πάνω στο γλιστερό μονοπάτι. Φτάνοντας πιο χαμηλά κινηθήκαμε αριστερά σύμφωνα με τις οδηγίες του χάρτη, για να κάνουμε το τελευταίο κομμάτι μέχρι το παρατημένο χιονοδρομικό κέντρο του Γεροντόβραχου. Η απόφαση αυτή ήταν λανθασμένη. Το έδαφος ήταν χάλια και η κλίση του εδάφους ότι χειρότερο για τα γόνατα. Με πολύ κόπο καταφέραμε να φτάσουμε χαμηλότερα και αφού διασχίσαμε τις πίστες βρεθήκαμε στο μικρό χιονοδρομικό. Το τοπίο σε αυτό το σημείο του βουνού είναι μακράν το χειρότερο που υπάρχει. Η περιοχή μοιάζει με παρατημένο νταμάρι ενώ τα κτίρια σιγά σιγά σαπίζουν. Δίπλα στο κεντρικό οίκημα έχουν εγκατασταθεί κατσίκια που απολαμβάνουν τις τσιμεντένιες πλατφόρμες. Αναρωτήθηκα αν είναι ηθικά σωστό να παραμείνει έτσι το μέρος. Μήπως αυτός που έκανε την επένδυση θα έπρεπε να αποκαταστήσει την περιοχή ξανά στο βαθμό που είναι εφικτό στην αρχική της μορφή?
Με αυτές τις σκέψεις φύγαμε από εκεί και κατηφορίσαμε προς το καταφύγιο. Τα νερά μας είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα και δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι ότι το καταφύγιο θα ήταν ανοιχτό. Από την πηγή Τσάρες μέχρι και το καταφύγιο δεν υπήρχε πουθενά νερό. Πλησιάζοντας όμως αντικρίσαμε δυο ανθρώπους να κάνουν εργασίες στο εξωτερικό χώρο. Η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη. Καταλάβαμε ότι θα βρίσκαμε λίγο νερό. Πήγαμε μέχρι εκεί και τους χαιρετίσαμε Ήταν ο καταφυγιάς με έναν φίλο και επισκεύαζαν κάτι. Μπήκαμε μέσα και ξεφορτωθήκαμε τα σακίδια. Ήπιαμε έναν καφέ και πιάσαμε την κουβέντα.
Μας είπε ότι το καταφύγιο έχει περισσότερα έσοδα από τους ορειβάτες και όχι από τους σκιέρ πράγμα που μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Το σημείο που βρίσκεται το καταφύγιο είναι αρκετά κοντά στις ψηλές κορυφές του βουνού και η τοποθεσία προτείνεται και για mountain bike. Η ώρα περνούσε και σύντομα θα έπρεπε να φύγουμε για να κατασκηνώσουμε ξανά. Φεύγοντας από το καταφύγιο μας έδωσε δύο μπουκάλια νερό δωρεάν ενώ μας κέρασε και τους καφέδες. Αφού πήραμε τις κατάλληλες πληροφορίες για το που θα ήταν καλό να στήσουμε τη σκηνή ξεκινήσαμε για το δάσος. Λίγο παρακάτω περάσαμε έξω από μια στάνη όπου τα σκυλιά άρχισαν να μας γαβγίζουν χωρίς όμως να μας πλησιάσουν.
Περάσαμε μέσα από δυο καλά σημεία για διανυκτέρευση αλλά αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο παρακάτω στην Λάκκα Πασά. Το συγκεκριμένο σημείο ήταν κοντά στο δασικό δρόμο που θα ακολουθούσαμε την επόμενη μέρα για να φτάσουμε στο Λιβάδι Αράχωβας. Στήσαμε τη σκηνή μας και πέσαμε νωρίς για ύπνο μια που τα κορμιά μας ήταν καταπονημένα. Λίγο πριν κοιμηθούμε νιώθαμε την υγρασία να κάθεται στο πλάτωμα όπως και το κρύο. Τελικά η βραδιά δεν ήταν όσο ήρεμη την περιμέναμε καθώς τα καλοκαιρινά σλίπινγκ μπαγκ δεν άντεξαν την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας ούτε και εμείς. Το πρωί περιμέναμε μέχρι να φτάσει ο ήλιος στη σκηνή για να ζεσταθούμε. Αφού νιώσαμε καλύτερα ξεκινήσαμε ξανά για το Λιβάδι.
Περπατήσαμε πάνω στο δασικό δρόμο μέχρι που βρήκαμε το μονοπάτι στα αριστερά μας. Η σήμανση σε αυτό το σημείο ήταν ελλιπής και ψάχναμε ανάμεσα στα χόρτα τα ορειβατικά σημάδια. Τελικά μετά από δέκα λεπτά τα βρήκαμε και μπήκαμε μέσα στο δάσος. Το μονοπάτι ήταν σε κακή κατάσταση και οι πεσμένοι κορμοί μας ανάγκαζαν να βγαίνουμε εκτός πορείας. Τελικά καταφέραμε να φτάσουμε στα πρώτα σπίτια και στο καφέ δίπλα στο κατάστημα του Δημητριάδη. Με μια ματιά αποφασίσαμε να κάτσουμε για να πιούμε έναν καφέ. Βρισκόμασταν στην τρίτη μέρα και θέλαμε από εδώ και πέρα να κινηθούμε χαλαρά. Έτσι και αλλιώς βρισκόμασταν μια ώρα μακριά από το σημείο που θα κατασκηνώναμε. Στο καφέ γνωρίσαμε έναν Ιταλό ο οποίος τριγυρνούσε μόνος του στο βουνό. Είχε ανέβει από τους Δελφούς στο σπήλαιο Κορύκειον Άντρον και θα γυρνούσε στην Αράχωβα περπατώντας. Έχει πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζεις ανθρώπους που κάνουνε αντισυμβατικά πράγματα. Σε πολλά θέματα είχαμε τις ίδιες απόψεις. Κάποια στιγμή ακούσαμε από το δίπλα τραπέζι κάποιους ντόπιους να λένε ότι βρήκανε πατημασιές αρκούδας στο βουνό αλλά δυστυχώς ξεχάσαμε να ρωτήσουμε σε ποια τοποθεσία τις είδανε. Λίγο πριν φύγουμε ένας κάτοικος της περιοχής μας κέρασε τους καφέδες και αφού τους χαιρετήσαμε ξεκινήσαμε για την Παναγιά.
Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν κάτω από το Κορύκειον Άντρον. Φτάνοντας εκεί καθίσαμε δίπλα στο εκκλησάκι και πιάσαμε την κουβέντα με έναν κτηνοτρόφο. Μας ενημέρωσε για τα καλά και τα στραβά της δουλειάς του και για τη ζωή στην επαρχεία. Ήταν από το χωριό Χρισσό και ανηφόριζε καθημερινά για να ποτίσει τα κατσίκια του. Μας έδειξε από που κατεβαίναν οι λύκοι τα βράδια και μας έδωσε πληροφορίες σχετικά με τον εθνικό δρυμό.
Λίγο αργότερα πήγαμε δίπλα στο γηπεδάκι του μπάσκετ και στήσαμε για τελευταία φορά τη σκηνή μας. Έπειτα ξεκινήσαμε το μαγείρεμα. Την ώρα που αναρωτιόμασταν αν όντως έχει λύκους η περιοχή πέρασε σε αρκετά κοντινή απόσταση ένα ζώο το οποίο είχε το μέγεθος μιας μεγαλόσωμης αλεπούς αλλά ήταν πολύ σκούρο. Δυστυχώς ο φακός ήταν αδύνατο να μας αφήσει να διακρίνουμε με σιγουριά τι βλέπαμε. Ενδιαφέρον είχε η ηρεμία του ζώου. Όταν μας αντιλήφθηκε έκατσε για λίγο να μας παρατηρήσει και μετά έφυγε ψύχραιμο χωρίς ίχνος πανικού. Άλλοι δύο ήχοι ουρλιαχτών από την πλευρά του δρυμού μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όντως υπάρχουν λύκοι εδώ. Η παρουσία των ζώων έκανε τα σκυλιά να γαβγίζουν σαν δαιμονισμένα. Τα ακούγαμε από μακριά και οι φωνές τους μαρτυρούσαν ότι κάτι έβλεπαν κοντά στα κοπάδια.
Για ακόμη μια βραδιά ο ουρανός ήταν πλημμυρισμένος από χιλιάδες αστέρια που ξεπηδούσαν ανάμεσα από τα έλατα. Τελειώνοντας το φαγητό έριξα μια τελευταία ματιά στο σκοτεινιασμένο δάσος. Ήταν η τελευταία βραδιά που θα κοιμόμασταν στο βουνό και παρόλο την κούραση δεν θα άλλαζα με τίποτα αυτή την εμπειρία. Κάθε σπιθαμή του ορεινού όγκου έχει κάτι να σου πει. Είτε καλό είτε κακό. Λίγο πριν της δώδεκα μπήκαμε στη σκηνή και χωθήκαμε στα σλίπινγκ μπαγκ. Το σημερινό βράδυ ήταν πολύ πιο ζεστό από το προηγούμενο.
Το πρωί σηκωθήκαμε με το πρώτο φως της ημέρας ενώ ακούγαμε τα αυτοκίνητα που περνούσαν από το δασικό δρόμο. Φάγαμε γρήγορα και ετοιμάσαμε τα σακίδιά μας για την τελευταία διαδρομή. Βγήκαμε στο δρόμο και περπατήσαμε έχοντας δεξιά μας τα σημάδια. Σε μια διασταύρωση μπήκαμε αριστερά και βρήκαμε το μονοπάτι. Ήταν αρκετά πλατύ και ευκρινές όπως και τα ορειβατικά σήματα μέσα σε αυτό. Το μεγαλύτερο κομμάτι ήταν κατηφορικό μα μετά από ένα μικρό πλάτωμα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε μέχρι την τοποθεσία Κρόκι. Στο τέλος του μονοπατιού μας υποδέχτηκαν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Η περιοχή εδώ είχε αρκετά σπιτάκια όπως και κατασκηνώσεις. Λίγο παραπάνω είδαμε και πολλά μαντριά. Βγήκαμε στον δασικό δρόμο και φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο της περιοχής. Η θέα ήταν εκπληκτική. Βλέπαμε όλη την πλαγιά του Γεροντόβραχου και άλλα γνωστά σημεία του βουνού ενώ χαμηλότερα διακρίνονταν ο κορινθιακός κόλπος.
Έτσι πήραμε τον δρόμο στο κατόπι μέχρι που ξαναβρήκαμε τα ορειβατικά σημάδια. Εδώ υπήρχαν και τα σήματα του μονοπατιού Ε4. Σύντομα φτάσαμε στο τελευταίο μέρος της διαδρομής. Το μονοπάτι κατηφόριζε μέχρι τους Δελφούς. Σε πολλά σημεία ήταν λιθόκτιστο και καλοδιατηρημένο. Η βλάστηση πλέον άλλαζε και τα δέντρα έδιναν τη θέση τους στη μακία βλάστηση. Τα πουρνάρια και οι αγριελιές καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Σκιά δεν υπήρχε πουθενά και μόνο σε ένα σημείο βρήκαμε ένα πεύκο για να ξαποστάσουμε λιγάκι. Στο βάθος βλέπαμε την Ιτέα και απέναντι τα βουνά της Πελοποννήσου. Η θάλασσα έμοιαζε μαγική αλλά και μακρινή ταυτόχρονα. Τελικά φτάσαμε στα πρώτα σπίτια και κάναμε μια ακόμη στάση πριν μπούμε στο χωριό. Όλα είχαν πάει κατ΄ ευχήν και το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να πιούμε έναν καφέ μέχρι να έρθει το ΚΤΕΛ.
Η διαδρομή είχε βγει χωρίς πολλές εκπλήξεις και όλα κινήθηκαν βάσει του σχεδίου που είχαμε κάνει. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μικρή παρέα. Ήμασταν γρήγοροι και δεν υπήρξαν γκρίνιες σε κανένα κομμάτι του βουνού. Οι διασχίσεις είναι αρκετά απαιτητικές και καλό είναι να είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια προσπάθεια. Είναι ευχάριστο να ξεκινάς από ένα μέρος του βουνού και να καταλήγεις σε ένα άλλο καθώς έχεις την ευκαιρία να δεις περισσότερα μέρη. Βέβαια αυτό έχει και τα μείον γιατί θα πρέπει να κουβαλάς μαζί σου όλα τα πράγματα όπως τη σκηνή και το σλίπινγκ μπαγκ. Η συγκεκριμένη διαδρομή είναι μια καλή επιλογή για τους Αθηναίους ενώ σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον και με χιόνια.
Χρόνοι πορείας
Τιθορέα – πηγή Τσάρες: τρεις ώρες
Πηγή τσάρες - Λιάκουρα: τρεις με τέσσερις ώρες
Λιάκουρα – Γεροντόβραχος: δύο ώρες
Γεροντόβραχος – καταφύγιο (6986055080): μία ώρα
Καταφύγιο – Λιβάδι Αράχωβας: μιάμιση ώρα
Λιβάδι Αράχωβας – Δελφοί: τρεις ώρες
Οι ώρες είναι σχετικές γιατί εξαρτιούνται από τις στάσεις που κάνουμε και το ρυθμό που περπατάμε ενώ με χιόνια τα πράγματα αλλάζουν αρκετά. Με μαλακό χιόνι οι ώρες αυξάνουν κατά πολύ ενώ με σκληρό χιόνι μειώνονται αρκετά. Το πιο απομονωμένο μέρος του βουνού είναι αυτό από την πλευρά της Βελίτσας. Από την πηγή Τσάρες μέχρι και τα Λιβάδια Αράχωβας δεν υπάρχει νερό εκτός αν το καταφύγιο είναι ανοικτό.
κείμενο - φωτογραφίες: Πάνος Μπαμπαλούκαςεπιμέλεια: Λάζαρος Τριανταφυλλίδης
http://mountainsgreece.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου